Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν τραγουδοποιός, μουσικοσυνθέτης, τραγουδιστής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Έγραψε τραγούδια που έμειναν στην ιστορία και ακούγονται ακόμη και σήμερα. Χάρη στη συμβολή του, το ρεμπέτικο τραγούδι ανανεώθηκε και εξελίχθηκε, αποτελώντας πια ένα είδος μουσικής που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό.

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από την Ήπειρο. Ο πατέρας του ήταν ξακουστός τσαρουχάς και πολύ συχνά έπαιζε παραδοσιακά τραγούδια στο μαντολίνο του. Μετά τον θάνατό του, ο Τσιτσάνης έρχεται σε επαφή με το μουσικό όργανο, που στο μεταξύ ένας τοπικός οργανοποιός το είχε μετατρέψει σε μπουζούκι. Ταυτοχρόνως μαθαίνει και βιολί, κι έτσι -παίζοντας σε πανηγύρια- συμπληρώνει το οικογενειακό εισόδημα. 

Το 1936 πηγαίνει στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει στη Νομική. Κάνει εμφανίσεις σε διάφορες ταβέρνες για να κερδίζει χρήματα. Σύντομα εγκαταλείπει τις σπουδές του και ασχολείται αποκλειστικά με το να παίζει μουσική και να γράφει στίχους. Την επόμενη χρονιά κάνει την πρώτη ηχογράφησή του στην Odeon. Η εποχή όμως είναι περίεργη και πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή αν θέλει να συνεχίσει να γράφει τραγούδια. Η Δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο, τον ανατολίτικο ήχο και τους στίχους που μιλούν για τα βάσανα της εργατιάς. Ο Τσιτσάνης παντρεύει το ρεμπέτικο με σχήματα της δυτικής μουσικής και δημιουργεί ένα λαϊκό άκουσμα που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό.

Την ίδια περίοδο είναι φαντάρος στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνωρίζει τη γυναίκα του με την οποία αργότερα θα αποκτήσει δύο παιδιά. Αποφασίζει να μείνει στη Θεσσαλονίκη και, αφού παίζει σε αρκετά κέντρα διασκέδασης, ανοίγει δικό του μαγαζί - το Ουζερί Τσιτσάνης. Εκείνη την περίοδο γράφει κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια: Αχάριστη, Μπαξέ τσιφλίκι, Τα πέριξ, Νύχτες μαγικές, Ζητιάνος της αγάπης, Ντερμπεντέρισσα, Συννεφιασμένη Κυριακή αλλά και την Αρχόντισσα. 

Το 1946 επιστρέφει στην Αθήνα κι αρχίζει να ηχογραφεί δίσκους με τα τραγούδια του. Είναι η περίοδος που συνεργάζεται με εμβληματικές φιγούρες της σύγχρονης μουσικής σκηνής όπως είναι η Σωτηρία Μπέλλου, η Μαρίκα Νίνου, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Καζαντζίδης, ο Κόκοτας, η Πόλυ Πάνου κ.ά. Οι στίχοι του επηρεάζονται από τα γεγονότα της εποχής και δεν είναι λίγα τα τραγούδια του που έμμεσα εκφράζουν τον σπαραγμό του Εμφυλίου πολέμου (Κάποια μάνα αναστενάζει, Κάνε λιγάκι υπομονή, Η κοινωνία βαριά στενάζει). Παράλληλα εμπνέεται από ιστορίες που ακούει και φυσικά από το ωραίο φύλο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του οι γενικότερες μουσικές εξελίξεις στη χώρα τον επηρεάζουν αλλά διατηρεί πάντα το προσωπικό του ύφος

Τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του τραγουδά στο ίδιο μαγαζί, στο Χάραμα. Το 1980 η UNESCO του ζητά να ηχογραφήσει έναν δίσκο, με κλασικές επιτυχίες του αλλά και αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι, τον οποίο ονομάζει Χάραμα. Δυστυχώς πεθαίνει το 1984, έναν χρόνο πριν από τη βράβευση του δίσκου του από τη Γαλλική Μουσική Ακαδημία Charles Gross.

Εικόνες