Βούλα Παπαϊωάννου

Η Βούλα Παπαϊωάννου ήταν φωτογράφος που εντάσσεται στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας». Χαρακτηρίστηκε ως η φωτογράφος της Κατοχής, γιατί με τον φακό της αποτύπωσε την εξαθλίωση των ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1898 στη Λαμία, όπου και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Το 1908 μετακομίζουν οικογενειακώς στην Αθήνα, εξαιτίας μιας μετάθεσης του πατέρα της. Χάρη στην καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της παίρνει υψηλή μόρφωση και μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Η αγάπη της για την τέχνη την οδηγεί, μετά το τέλος των εγκυκλίων σπουδών της, στο κατώφλι της Σχολής Καλών Τεχνών (1917), όπου και φοιτά για έναν χρόνο ζωγραφική. Η ζωγραφική όμως δεν είναι η μεγάλη της αγάπη. Δεν της δίνει όλα αυτά που της παρέχει η αποτύπωση της πραγματικότητας με τον φωτογραφικό της φακό. 

Η επαφή της με τον κόσμο της φωτογραφίας γίνεται μέσω του αδερφού της, ο οποίος ασχολείται ερασιτεχνικά. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘30, όταν πια αποφασίζει ότι η φωτογραφία είναι αυτό με το οποίο θέλει να ασχοληθεί, μαθητεύει δίπλα στον γνωστό φωτογράφο Πάνο Γεραλή. Φωτογραφίζει τοπία, μνημεία και αρχαιολογικά εκθέματα, μιας και η αρχαιολογία είναι ένα μεγάλο πάθος της. Οι συχνές επισκέψεις της στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο της εξασφαλίζουν την πρώτη της επαγγελματική συνεργασία, το 1939. Καλείται να φωτογραφίσει τα εκθέματα για να δημιουργηθούν αναμνηστικές κάρτες προς πώληση στο εκθετήριο του μουσείου. 

Με την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Βούλα Παπαϊωάννου ξεκινά να φωτογραφίζει τα δεινά του πολέμου. Με τον φακό της αιχμαλωτίζει τον πόνο, τη φτώχεια, την πείνα και την εξαθλίωση των ανθρώπων. Φωτογραφικά της ντοκουμέντα στέλνονται στο εξωτερικό και γίνονται η αιτία για αποστολές βοήθειας και τροφίμων στην Ελλάδα. Το 1943 δημιουργεί το Μαύρο λεύκωμα, που αποτυπώνει την πείνα στα πρόσωπα μικρών παιδιών. Το λεύκωμα διακινήθηκε παράνομα και αποτελεί ένα ιστορικό τεκμήριο για την σκληρή περίοδο της Κατοχής. Όπως αναφέρει σε συνέντευξή της, η ίδια συμμετείχε στην αντίσταση με τον φωτογραφικό της φακό. 

Μεταπολεμικά συνεργάζεται με το φωτογραφικό τμήμα της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), καταγράφοντας τις δυσκολίες των ανθρώπων στην ύπαιθρο μετά τη λήξη του πολέμου. Μετά το 1950, άλλοτε με δική της πρωτοβουλία κι άλλοτε συνεργαζόμενη με το Υπουργείο Τουρισμού, φωτογραφίζει νησιά και αρχαιολογικούς χώρους με σκοπό να διαμορφωθεί η εικόνα της μεταπολεμικής Ελλάδας στο εξωτερικό και να προβληθεί μέσα από τουριστικά έντυπα. Το 1953 εκδίδει το πρώτο της φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο La Grèce à ciel ouvert που αριθμεί 98 φωτογραφίες. Τρία χρόνια αργότερα εκδίδει φωτογραφικό άλμπουμ Iles Grecques με 77 φωτογραφίες. Ακολουθούν πολλά ακόμη που συστήνουν τα τοπία και τους ανθρώπους της χώρας μας στο εξωτερικό. 

Έφυγε από τη ζωή το 1990, κληροδοτώντας το φωτογραφικό της έργο στο Μουσείο Μπενάκη. Εντάχθηκε στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας» γιατί επίκεντρό της υπήρξε ο εξαθλιωμένος άνθρωπος του πολέμου που παλεύει για τα δικαιώματα και την επιβίωσή του.

 

Εικόνες