Μελίνα Μερκούρη

Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε ηθοποιός και πολιτικός. Η μεγάλη της αγάπη για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της, την οδήγησαν σε σημαντικά επιτεύγματα και διεκδικήσεις κατά τη θητεία της ως Υπουργός Πολιτισμού. Το όνομά της συνδέθηκε με τις διαρκείς διεκδικήσεις της για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 1920. Το βαφτιστικό της όνομα ήταν Μαρία-Αμαλία ωστόσο πάντα τη φώναζαν Μελίνα. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας της ασχολούνταν με την πολιτική - ξεχωρίζουν ο παππούς της Σπυρίδωνας Μερκούρης που ήταν Δήμαρχος Αθηνών και ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, που ήταν Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων. Οι θητείες και των δύο υπήρξαν μακροχρόνιες - 20 και 30 χρόνια αντίστοιχα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Μελίνα να μεγαλώσει μέσα σε ένα έντονα πολιτικό περιβάλλον, ακούγοντας καθημερινά πολιτικές συζητήσεις και ερχόμενη σε επαφή από πολύ μικρή ηλικία με σημαντικές προσωπικότητες του πολιτικού βίου της Ελλάδας. 

Σε εφηβική ακόμη ηλικία παντρεύεται κρυφά από τους γονείς της τον κατά πολλά έτη μεγαλύτερό της μεγαλοκτηματία Πάνο Χαροκόπο, ο οποίος μεταξύ άλλων της υπόσχεται ότι θα την αφήσει να κάνει σπουδές στην υποκριτική. Κρατάει την υπόσχεσή του κι έτσι η Μελίνα δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου και γίνεται δεκτή. Ολοκληρώνει τις σπουδές της το 1944, χρονιά κατά την οποία ξεκινά την καριέρα της. Αρχικά εντάσσεται στην ομάδα του Εθνικού Θεάτρου και παίζει διάφορους ρόλους, ενώ το 1945 παίρνει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Λαβίνα στο έργο του Ο’Νηλ Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα. Γίνεται όμως ευρύτερα γνωστή από την ερμηνεία της στον ρόλο της Μπλανς Ντιμπουά στην παράσταση Λεωφορείον ο Πόθος που ανέβηκε από το Θέατρο Τέχνης. Το 1950 αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όπου κάνει μερικές από τις σημαντικότερες γνωριμίες της ζωής της, που θα καθορίσουν τη μετέπειτα πορεία της. Έρχεται σε επαφή με τον Ζαν Κοκτώ, τον Πολ Σαρτρ, την Κωλέτ και πολλούς άλλους. 

Η πρώτη διάκρισή της έρχεται το 1953 όταν τιμάται με το βραβείο Μαρίκα Κοτοπούλη. Δύο χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα. Για μία δεκαετία πρωταγωνιστεί σε παραγωγές του Θεάτρου Κοτοπούλη και αρχίζει την ενασχόλησή της με την πολιτική συνδικαλιζόμενη σε θεατρικά σωματεία. Παράλληλα, της κάνουν πρόταση να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη. Η ταινία αυτή, που έφτασε μέχρι και στο φεστιβάλ Καννών του 1956, παρόλο που δεν απέσπασε κάποιο βραβείο έκανε τη Μελίνα γνωστή κι έξω από τα όρια της Ελλάδας. Ακολουθούν οι ταινίες Φαίδρα, Τοπκαπί και Ποτέ την Κυριακή. Για την τελευταία τιμάται με το Α’ Βραβείο Γυναικείου ρόλου στις Κάννες το 1960. Την ίδια χρονιά σημειώνει και τη μεγαλύτερη επιτυχία της στο θέατρο με την παράσταση Γλυκό πουλί της νιότης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Δύο χρόνια αργότερα παίρνει διαζύγιο.

Το 1967 μετακομίζει στις ΗΠΑ και πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις στο Μπροντγουέι. Το στρατιωτικό πραξικόπημα τη βρίσκει εκεί. Μετά το αρχικό σοκ, αποφασίζει να αγωνιστεί με κάθε τρόπο για την υπονόμευση της Δικτατορίας. Κάνει πολιτικές περιοδείες σε όλη την Ευρώπη, συμμετέχει σε διαδηλώσεις, τραγουδά ενάντια στη Δικτατορία. Το αποτέλεσμα είναι να της στερήσουν την ελληνική ιθαγένεια, να της δεσμεύσουν την περιουσία της και να της απαγορευθεί η είσοδος στην χώρα. 

Με την πτώση της Δικτατορίας το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με τον ισόβιο πια σύντροφό της, τον σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν. Την ίδια χρονιά είναι υποψήφια με το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο δεν θα καταφέρει να εκλεγεί. Συνεχίζει τις εμφανίσεις σε θέατρο και κινηματογράφο ως το 1977, οπότε και εκλέγεται βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Στην επανεκλογή της το 1981 ορίζεται Υπουργός Πολιτισμού, θέση την οποία θα διατηρήσει για 8 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της θητείας της φέρνει τον πολιτισμό στο προσκήνιο, καθώς τον θεωρεί τη βαριά βιομηχανία της χώρας. Σημαντικότερο μέλημά της, για το οποίο εργάστηκε συστηματικά και ακούραστα, χρησιμοποιώντας ακόμη και την επιρροή που ασκούσε σε σημαντικά πρόσωπα του εξωτερικού, ήταν ο επαναπατρισμός των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Για τον σκοπό αυτόν το 1989 οραματίστηκε την ανέγερση του Μουσείου της Ακρόπολης

Κατά τη διάρκεια της θητείας της έδωσε βάρος στην αναστήλωση μνημείων, στην μεγαλύτερη επισκεψιμότητα των αρχαιολογικών χώρων μέσω δωρεάν εισιτηρίου για τους Έλληνες πολίτες, στην αλληλεπίδραση των μουσείων με τα σχολεία καθώς και στην ενοποίηση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας σε ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο. Επίσης ίδρυσε στις μεγάλες πόλεις Περιφερειακά Δημοτικά Θέατρα

Για το σύνολο του έργου της στον τομέα του πολιτισμού τιμήθηκε με βραβεία από διεθνείς οργανισμούς (Unesco) αλλά και σημαντικά πανεπιστήμια (Βοστόνης και Οξφόρδης). Η λαμπερή και μαχητική προσωπικότητά της δύσκολα άφηνε κάποιον ασυγκίνητο. Αγαπήθηκε πολύ από τους Έλληνες και προβλήθηκε ιδιαίτερα στο εξωτερικό.

Έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 1994 σε ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη και τιμήθηκε με τιμές Πρωθυπουργού.

Εικόνες