Σοφία Βέμπο

Η Σοφία Βέμπο ήταν τραγουδίστρια και ηθοποιός. Έμεινε στη ιστορία ως η «Τραγουδίστρια της νίκης», γιατί με τα τραγούδια της εμψύχωνε τους στρατιώτες που πολεμούσαν κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, αλλά και τους απλούς πολίτες της χώρας μας. Το όνομά της έχει συνδεθεί με το Ελληνοϊταλικό έπος. 

Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910. Η οικογένειά της μετακομίζει στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα στην Τσαριτσάνη κι από εκεί καταλήγουν στον Βόλο, όπου η Σοφία τελείωσε το σχολείο. Η άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς της την οδήγησε να αναζητήσει αμέσως εργασία, ενώ παράλληλα προσπαθούσε μόνη της να μάθει να παίζει κιθάρα. 

Η καριέρα της στο τραγούδι ξεκινά το 1930 από τη Θεσσαλονίκη. Βλέποντας το πόσο δημοφιλής είναι στο κοινό, αποφασίζει το 1933 να πάει στην Αθήνα για να δοκιμάσει κι εκεί την τύχη της. Σύντομα προσλαμβάνεται από τον επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή και κάνει το θεατρικό ντεμπούτο της στην παράσταση Παπαγάλος 1933 στο θέατρο Κεντρικόν. Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της την κάνει να ξεχωρίζει και δέχεται πρόταση συνεργασίας από την εταιρεία Columbia, με την οποία τελικά υπογράφει συμβόλαιο και ηχογραφεί γνωστά τραγούδια της εποχής όπως Για μια γυναίκα, Πού ‘ν’ εκείνη η αγάπη μας, Τανγκό Μπολερό κ.ά. Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με τα θέατρα «Κεντρικόν» και «Μουντιάλ» και παίζει σε επιθεωρήσεις, συνήθως ρόλους στους οποίους τραγουδάει. 

Η καριέρα της ευνοείται πολύ από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, γιατί τραγουδάει για να εμψυχώσει τους Έλληνες στρατιώτες. Επίσης ερμηνεύει τραγούδια με στίχο σατιρικό, που διακωμωδούν τα παθήματα των Ιταλών από τους Έλληνες. Τα πιο γνωστά τραγούδια εκείνης της περιόδου είναι Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, Το τραγούδι της λευτεριάς, Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κ.ά. Οι επιθεωρήσεις στις οποίες συμμετέχει προσαρμόζουν τη θεματική τους στον αγώνα για την ελευθερία και τα παθήματα των Ιταλών. Μέσα από τη φωνή της ένα ολόκληρο έθνος παίρνει κουράγιο και ελπίδα. Από τα έσοδα των τραγουδιών της δωρίζει 2.000 χρυσές λίρες για την ενίσχυση του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Όταν όμως τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα φυγαδεύεται στη Μέση Ανατολή, αφού πρώτα είχε φυλακιστεί δύο φορές στις φυλακές Αβέρωφ για τα πατριωτικά της τραγούδια.

Λίγα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, το 1949, αποκτά το δικό της θέατρο στο Μεταξουργείο, το Θέατρον Βέμπο. Αναπαράγει το είδος που γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλο, την επιθεώρηαη, και εισάγει στην ελληνική μουσική σκηνή το επονομαζόμενο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι. Συμμετέχει στις ταινίες Προσφυγοπούλα και Στέλλα, που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία.

Το 1957 παντρεύεται τον επί πολλά έτη σύντροφο και συνεργάτη της Μίμη Τραϊφόρο και μένει μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής της. Έφυγε από τη ζωή το 1978.

 

Εικόνες