Σωτηρία Μπέλλου

Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν τραγουδίστρια που με την ιδιαίτερη χροιά της φωνής της χρωμάτισε ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια. Η πολυτάραχη ζωή της δεν την εμπόδισε να ακολουθήσει το όνειρό της, δηλαδή να γίνει τραγουδίστρια. 

Γεννήθηκε στο χωριό Χάλια, κοντά στη Χαλκίδα, το 1921. Τα πρώτα 6 χρόνια της ζωής της τα περνά μαζί με τους παππούδες της. Ο παππούς της είναι ιερέας και η Σωτηρία πηγαίνει μαζί του στην εκκλησία πολλές ώρες. Εκεί έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ήχο των ψαλμών και ψέλνει και η ίδια. Όταν πια έρχεται η ώρα να ξεκινήσει το σχολείο μετακομίζει με τους γονείς της.

Η οικογένειά της είναι εύπορη και δεν της λείπει τίποτα. Σε μια έξοδό τους στον κινηματογράφο, μετά την παρακολούθηση της ταινίας Προσφυγοπούλα με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Βέμπο, αποφασίζει ότι θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Η επιθυμία της αυτή που θέριευε μέσα της μεγαλώνοντας έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία των γονιών της για έναν γάμο και μια ήσυχη οικογενειακή ζωή. Έτσι, εγκαταλείπει το σπίτι της για να αναζητήσει την τύχη της στην Αθήνα.

Στην πρωτεύουσα γνωρίζει και ερωτεύεται τον μετέπειτα άντρα της, που ήταν εισπράκτορας λεωφορείων. Τον παντρεύεται πολύ γρήγορα αλλά ο γάμος τους κάθε άλλο παρά ευτυχισμένος είναι. Ο άντρας της μεθάει και τη δέρνει. Σε έναν άσχημο καβγά τους του ρίχνει οξύ και καταδικάζεται σε 3 χρόνια φυλάκιση. Η ποινή της μειώνεται και μετά από μερικούς μήνες βγαίνει από τη φυλακή, ωστόσο το στίγμα θα την ακολουθεί σε όλη της τη ζωή.

Επιστρέφει στο σπίτι των γονιών της όμως κι εκεί βιώνει τη βία. Αποφασίζει για δεύτερη φορά να τους εγκαταλείψει φεύγοντας για την Αθήνα, όμως αυτή τη φορά η πόλη βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Κάνει διάφορες δουλειές του ποδιού για να επιβιώσει -λάντζα, αχθοφόρος στα τρένα, πουλά παστέλια και τσιγάρα- και με τα χρήματα που εξοικονομεί αγοράζει μια κιθάρα. Παράλληλα οργανώνεται στον αντιστασιακό αγώνα και φυλακίζεται ή ξυλοκοπείται από τους κατακτητές. Ωστόσο δεν το βάζει κάτω και αρχίζει να παίζει σε διάφορα μαγαζιά ώσπου, το 1945, την ανακαλύπτει ο Τσιτσάνης και την παίρνει μαζί του.

Σύντομα αναγνωρίζεται ως μια από τις καλύτερες φωνές του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού. Εκτός από τις εμφανίσεις της στα νυχτερινά κέντρα, συμμετέχει σε συναυλίες και ηχογραφεί δίσκους. Μεταξύ άλλων ερμηνεύει Κάνε λιγάκι υπομονή, Συννεφιασμένη Κυριακή, Άνοιξε, άνοιξε, Είπα να σβήσω τα παλιά, Κάνε κουράγιο καρδιά μου. Μέχρι το 1976 συνεργάζεται με τον Μάρκο Βαμβακάρη αλλά και με όλους τους σημαντικούς συνθέτες εκείνης της εποχής. Δε διστάζει όμως να ανανεώνει το ύφος των τραγουδιών που ερμηνεύει δοκιμάζοντας και το έντεχνο τραγούδι, συνεργαζόμενη με τον Σαββόπουλο, τον Μούτση και τον Ανδριόπουλο. 

Το φανατικό κοινό που την ακολουθεί, η αναγνώριση των ομότεχνών της καθώς και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής της, την κάνουν περιζήτητη στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης αλλά και στις συναυλίες. 

Το 1933 έρχεται αντιμέτωπη με τον καρκίνο του πνεύμονα. Προοδευτικά χάνει τη φωνή της και τελικά τον Αύγουστο του 1997 φεύγει από τη ζωή. 

Εικόνες