Νίκος Εγγονόπουλος

Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν ζωγράφος, ποιητής, σκηνογράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό, την ελληνική παράδοση, τη μυθολογία, το Βυζάντιο αλλά και την εποχή μέσα στην οποία έδρασε, δημιούργησε έργα αντισυμβατικά, που προκάλεσαν τον θαυμασμό και την έντονη κριτική.

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1907. Η μητέρα του είναι Αθηναία και ο πατέρας του Κωνσταντινουπολίτης. Περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αθήνα και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετακομίζουν οικογενειακώς εξαιτίας της κήρυξης του πολέμου. Το 1923 ξεκινά τη φοίτησή του ως εσώκλειστος σε Λύκειο του Παρισίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό. Με την ολοκλήρωση της θητείας του ξεκινά τη φοίτησή του σε νυχτερινό Γυμνάσιο γιατί θέλει να αποκτήσει το ελληνικό απολυτήριο. Παράλληλα εργάζεται ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο Πανεπιστήμιο.

Σε ηλικία 25 ετών εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μαθητεύει δίπλα σε σημαντικούς δασκάλους, τον Παρθένη, τον Μπισκίνη, τον Θωμόπουλο και τον Κεφαλληνό, και επηρεάζεται από αυτούς. Σημαντική επιρροή υπήρξε και η μαθητεία του δίπλα στον Φώτη Κόντογλου, από τον οποίο κληρονόμησε τη βυζαντινή τεχνοτροπία. Με τον Κόντογλου και τον Τσαρούχη φιλοτέχνησαν την τοιχογραφία που κοσμούσε το σπίτι του Κόντογλου και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη.

Αποφασίζει να αποχωρήσει για μερικά χρόνια από την Ελλάδα, με σκοπό να πραγματοποιήσει ελεύθερες σπουδές στο εξωτερικό. Ταξιδεύει στο Μόναχο και σε πολλές πόλεις της Ιταλίας και γνωρίζει σημαντικούς ζωγράφους της εποχής. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν και έναν χρόνο αργότερα τη συλλογή Τα Κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Το 1939 κάνει την πρώτη τoυ ατομική έκθεση στην οικία Καλαμάρη. Η έκθεση προκαλεί αντιδράσεις. Ακολουθεί πλήθος εκθέσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσά τους η Μπιενάλε της Βενετίας και του Σάο Πάολο. Το 1908 αποσπά το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1966 του απονέμεται ο Χρυσός Σταυρός του Γεωργίου Α’ για το σύνολο του ζωγραφικού του έργου. Έναν χρόνο αργότερα διορίζεται καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην έδρα της ζωγραφικής, μετά από πολλά χρόνια υπηρεσίας στην εκπαίδευση.

Έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 1985. Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του είναι Μεταθανάτια Αυτοπροσωπογραφία, Ο ναύτης με το λουλούδι, Ταύρος των Εορτών, Μερκούριος Μπούας, Αρραβώνας, Γάμος κ.ά. Το έργο του διαπνέει ερωτισμό, καθώς κυρίαρχες είναι οι γυμνές γυναικείες και αντρικές μορφές. Είναι ένας συγκερασμός του σύγχρονου με το παλιό, του οικείου της ιστορικής παράδοσης της Ελλάδας και το ανοίκειο του υπερρεαλισμού.

Εικόνες