Μαρία Πολυδούρη

Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ποιήτρια. Συγκαταλέγεται στη σχολή των νεορομαντικών ποιητών, με το έργο της να διακατέχεται από λυρισμό και έντονο συναισθηματισμό. Τα θέματα που συνήθως πραγματεύεται είναι ο έρωτας και ο θάνατος.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα την Πρωταπριλιά του 1902. Ο πατέρας της ήταν γυμνασιάρχης και η μητέρα της μία μορφωμένη γυναίκα με φεμινιστικούς προβληματισμούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Πολυδούρη ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με τα γράμματα. Φοίτησε σε σχολεία των Φιλιατρών και του Γυθείου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Καλαμάτας

Το πρώτο της ποίημα που δημοσιεύεται είναι το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας. Εμπνέεται από το νεκρό κορμί ενός ναυτικού που ξέβρασε η θάλασσα. Η δομή του είναι σαφώς επηρεασμένη από τα μοιρολόγια της περιοχής που άκουγε από μικρή. Η δημοσίευσή του γίνεται το 1916 στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Το 1918 διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας κατόπιν διαγωνισμού. Δύο χρόνια αργότερα τη ζωή της συνταράσσει ένα τραγικό γεγονός. Χάνει και τους δύο γονείς της σε διάστημα σαράντα ημερών. 

Το 1921 -χωρίς να έχει κάτι πια να την κρατάει στη γενέτειρά της- παίρνει μετάθεση για τη Νομαρχία Αττικής. Εκεί γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και συνάπτει σχέση μαζί του. Παράλληλα εγγράφεται στη Νομική σχολή Αθηνών αλλά σύντομα την εγκαταλείπει για να ασχοληθεί με το θέατρο. Δημοσιεύει ποιήματά της στα λογοτεχνικά περιοδικά Έσπερος, Ελληνική Επιθεώρησης, Πανδόρα

Η σχέση της με τον Καρυωτάκη κρατάει λίγο. Το καλοκαίρι του 1922 της ανακοινώνει ότι πρέπει να χωρίσουν επειδή πάσχει από σύφιλη. Η Πολυδούρη δεν τον πιστεύει και πληγώνεται βαθιά. Δύο χρόνια αργότερα γνωρίζει και αρραβωνιάζεται τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Όμως τα πράγματα στη ζωή της δεν πάνε και τόσο καλά. Χάνει τη δουλειά της στο δημόσιο και το μόνο που καταφέρνει είναι να εμφανιστεί σε μία θεατρική παράσταση. Σύντομα ο αρραβώνας της διαλύεται και το 1926 μετακομίζει στο Παρίσι, όπου ξεκινά μαθήματα ραπτικής.

Η ζωή όμως της επιφυλάσσει ακόμη μία δυσάρεστη έκπληξη. Προσβάλλεται από φυματίωση και μετά από ολιγόμηνη νοσηλεία στο Παρίσι, μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία, στην Αθήνα. Εκεί πληροφορείται την αυτοκτονία του Καρυωτάκη κι ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα και για την ίδια. Ενώ νοσηλεύεται εκδίδει δύο ποιητικές συλλογές τις Τρίλλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929).

Η αρρώστιά της τελικά καταφέρνει να την κερδίσει και φεύγει από τη ζωή στις 29 Απριλίου του 1930.

Εικόνες