Οδυσσέας Ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης (Αλεπουδέλης) ήταν σημαντικός ποιητής της γενιάς του ‘30. Το έργο του έγινε γνωστό παγκόσμια και τιμήθηκε το 1979 με το  Νόμπελ Λογοτεχνίας

Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1911 στο Ηράκλειο Κρήτης. Η μητέρα του Μαρία Βρανά και ο πατέρας του Παναγιώτης Αλεπουδέλης είχαν καταγωγή από τη Μυτιλήνη. Όταν ο Ελύτης είναι τριών ετών η οικογένεια μετακομίζει στο κέντρο της Αθήνας, όπου και θα μείνει οριστικά. Έχει την τύχη στα μαθητικά του χρόνια να μαθητεύσει δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους, τον Ιωάννη Κακριδή και τον Γιώργο Αποστολάκη. Ταξιδεύει πολύ με την οικογένειά του στο εξωτερικό αλλά και στα νησιά του Αιγαίου, το φως των οποίων θα αποτελέσει βασικό συστατικό της ποίησής του, όπως και το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας. 

Ξεκινάει να δημοσιεύει κείμενά του στη Διάπλασις Παίδων στην ηλικία των δεκατριών, και, μετά το 1934, δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό Νέα Γράμματα, για πρώτη φορά με το ψευδώνυμο Ελύτης. Η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο επηρεάζει βαθύτατα την ποίησή του, εισάγοντας στοιχεία υπερρεαλισμού. Τα ποιήματά του ξεχειλίζουν από ζωή και νεανικό σφρίγος, με έντονες εικόνες της ελληνικής καθημερινότητας.  

Το 1930 ξεκινάει τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του  γνωρίζει τον Γιάννη Σαραντάρη, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Νίκο Γκάτσο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλες σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου. Επίσης συνδέεται με βαθιά φιλία με τον Νίκο Καρύδη, ιδιοκτήτη του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος και θα εκδώσει τα περισσότερα βιβλία του Ελύτη. 

Το 1939, μέσα στη δίνη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Προσανατολισμοί. Έναν χρόνο αργότερα καλείται να υπηρετήσει στο αλβανικό μέτωπο ως ανθυπολοχαγός. Την εμπειρία του αυτή περιγράφει στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, που εκδόθηκε το 1945. 

Το 1948, με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου, φεύγει για το εξωτερικό και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου ξεκινά να γράφει το Άξιον Εστί. Με το έργο του αυτό ο Ελύτης μπαίνει ουσιαστικά στην ωριμότητά του. Εκδίδεται το 1959 και αποσπά το Πρώτο Κρατικό Βραβείο έναν χρόνο αργότερα. Το 1964 μελοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος συνθέτης μελοποιεί και τις Μικρές Κυκλάδες.

Η βράβευσή του από την δικτατορική κυβέρνηση με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας το 1972 τον βρίσκει πάλι αυτοεξόριστο στο Παρίσι, αρνούμενο να το παραλάβει ως μια πράξη αντίστασης. Την περίοδο εκείνη εκδίδει Το Μονόγραμμα (1972), Τα ρω του Έρωτα (1973), Τα Ετεροθαλή (1974) και Μαρία Νεφέλη (1978). 

Το 1979 η Σουηδική Ακαδημία αποφασίζει να τον τιμήσει με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, σημειώνοντας ότι το Άξιον Εστί είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. 

Μέχρι το τέλος της ζωής του συνέχισε να γράφει ποίηση, δοκίμια και να κάνει μεταφράσεις θεατρικών έργων και ποίησης. Πέθανε το 1996 σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης.

 

Εικόνες