Οι Καλικάντζαροι στην ελληνική παράδοση

Οι Καλικάντζαροι, τα περίεργα αυτά πλάσματα που ανεβαίνουν στη γη κατά τις μέρες του Δωδεκαημέρου, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής λαϊκής παράδοσης. Οι ονομασίες τους πολλές ανά την Ελλάδα, με επικρατέστερες αυτές των καλλικαντζάρων ή τα Παγανά αλλά και πιο σπάνιες, περιγραφικές και ευφάνταστες όπως Κωλοβελόνηδες, Βουρβούλακες, Λυκοκάντζαροι, Σκαλικαντζέρια, Τσιλικρωτά, Πλανήταροι, Μαντρακούκος κ.ά.

Οι καλικάντζαροι ζουν στα έγκατα της γης και όλο τον χρόνο πριονίζουν το δέντρο της ζωής με σκοπό να το κόψουν. Όταν φτάνουν πολύ κοντά στον στόχο τους, την παραμονή των Χριστουγέννων, βγαίνουν στην επιφάνεια της γης από φόβο μην τους πέσει η γη στο κεφάλι ή για να γιορτάσουν το επίτευγμά τους. Μένουν μαζί με τους ανθρώπους μέχρι των Φώτων, όπου με τον αγιασμό των υδάτων αναγκάζονται να επιστρέψουν μέσα στη γη. Αυτό το χρονικό διάστημα -το Δωδεκαήμερο- είναι αρκετό για να αναγεννηθεί το δέντρο της ζωής κι έτσι οι Καλικάντζαροι ξεκινούν από την αρχή το πριόνισμά του μέχρι την επόμενη παραμονή των Χριστουγέννων. 

Οι ανθρώπινη φαντασία έχει προικίσει αυτά τα πλάσματα με κάθε λογής χαρακτηριστικό, που κάνει τη μορφή τους αλλόκοτη. Καθένας από αυτούς έχει κάτι περίεργο και αποκρουστικό. Τα ανθρώπινα με τα ζωώδη χαρακτηριστικά περιπλέκονται και το αποτέλεσμά τους είναι η δημιουργία απόκοσμων πλασμάτων που δημιουργούν φόβο και αποτροπιασμό. Οι περιγραφές ποικίλλουν, παρουσιάζοντάς τους κουτσούς, με πόδια κατσίκας ή γαϊδάρου, ψηλούς και πολύ αδύνατους με αφύσικα φουσκωμένες κοιλιές, με καμπούρα, ουρά, στραβά δόντια, αιχμηρά βρώμικα νύχια, κόκκινα μάτια και έντονη τριχοφυΐα. Όπως κάθε περιοχή έχει διαφορετική ονομασία έτσι δίνει και διαφορετικά χαρακτηριστικά στους Καλικάντζαρους. 

Μελετητές των παραδόσεων, όπως ο Πολίτης και ο Λουκάτος, θεωρούν ότι οι περιγραφές αυτές είναι πιθανό να πηγάζουν από τους σάτυρους, που συνόδευαν τον θεό Διόνυσο στις εκστατικές οινοποσίες. Άλλωστε έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τους τραγοπόδαρους σατύρους. Μία άλλη άποψη συσχετίζει τους Καλικάντζαρους με τα έθιμα του Δωδεκαημέρου στο Βυζάντιο, πολλά από τα οποία έχουν επιβιώσει μέχρι και στις μέρες μας. Το χρονικό διάστημα αυτό οι άνθρωποι συνήθιζαν να μεταμφιέζονται φορώντας μάσκες και δέρματα ζώων και, υπό την ανωνυμία της μάσκας, έκαναν φάρσες και ζητούσαν τρόφιμα και χρήματα. Τριγυρνούσαν στους δρόμους υπό τους ήχους μουσικής και κάτω από την επήρεια αλκοόλ αναστατώνοντας τα μέλη της κοινότητας. Οι μεταμφιέσεις αυτές, που σε κάποιες περιοχές της χώρας μας λέγονται Ροκατζάρια ή Ρακουτζάρια, είναι πιθανό να ενέπνευσαν και την παράδοση των Καλικάντζαρων. 

Οι Καλικάντζαροι είναι πλάσματα που θέλουν να βλάψουν τους ανθρώπους. Κυκλοφορούν πάντα τη νύχτα γιατί φοβούνται το φως του ήλιου και τη φωτιά. Γι’ αυτόν τον λόγο παλαιότερα συνήθιζαν σε κάθε σπίτι να καίνε το Χριστόξυλο, ένα τεράστιο κούτσουρο που έπρεπε να καίει καθόλη τη διάρκεια του Δωδεκαήμερου για να διώχνει μακριά τους Καλικάντζαρους και τα κακά πνεύματα. Οι άνθρωποι κατέφευγαν και σε άλλα τεχνάσματα όπως την τοποθέτηση ενός κόσκινου πίσω από την πόρτα. Έτσι πίστευαν ότι οι Καλικάντζαροι ξόδευαν όλο τον χρόνο τους μετρώντας τις τρύπες και δεν τους έμενε χρόνος για αταξίες. Επίσης σε κάποια νησιά έριχναν στη στέγη του σπιτιού ξεροτήγανα για να τους καλοπιάσουν, γιατί εκεί πίστευαν ότι ζούσαν τα κακά πνεύματα. Σε άλλα μέρη τοποθετούσαν έξω από την πόρτα την κάτω σιαγόνα του γουρουνιού για να τους τρομάξουν και σε άλλα μέρα έκαιγαν αλάτι ή ξύλα αγκαθωτά. Επίσης ο ήχος των κουδουνιών θεωρούσαν ότι ξόρκιζε το κακό.

Παρόλο που πρόθεσή τους ήταν να βλάψουν τους ανθρώπους τελικά δεν το κατάφερναν ποτέ, καθώς είναι πλάσματα διχόγνωμα που τους αρέσουν οι φιλονικίες. Έτσι περνούν τον περισσότερο χρόνο διαφωνώντας μεταξύ τους για το πώς θα μεθοδεύσουν τις κινήσεις τους, κι όταν πια ξημερώσει πρέπει να σπεύσουν να κρυφτούν.

Ο Ρωμαίος υποστηρίζει ότι οι Καλικάντζαροι δεν είναι άλλοι από τις ψυχές των νεκρών που βρίσκουν έτσι τρόπο και επιστρέφουν στον κόσμο των ζωντανών. Άλλωστε οι μέρες της παρουσίας τους στη γη είναι οι πιο σκοτεινές του έτους με τη μεγαλύτερη διάρκεια της νύχτας. Ίσως ο φόβος των ανθρώπων για τις μεγαλύτερες νύχτες του έτους δημιούργησε αυτή τη δοξασία, σε εποχές που το σκοτάδι ήταν ακόμη πιο έντονο λόγω της έλλειψης ηλεκτρικού ρεύματος. Μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο όμως ο ήλιος νικάει το σκοτάδι και οι μέρες μεγαλώνουν, επομένως οι ψυχές επιστρέφουν στον κόσμο που ανήκουν. 

 

Πηγές:

Αποστολόπουλος, Β. Το Δωδεκαήμερο στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό, Διδακτορική διατριβή, στο ikee.lib.auth.gr/record/4877/files/gri-2004-264.pdf

Πολίτης, Ν, Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού, Δημοσιογραφικός οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα: 2015.

 

Εικόνες