Ο αφηγητής Δημήτρης Προύσαλης μας μιλάει για την προφορική αφήγηση και την αγάπη του για το λαϊκό παραμύθι

"Η αφήγηση είναι ένα είδος προσωπικής κατάθεσης και ταυτόχρονα ένας τρόπος να παρεμβαίνει κανείς στα πράγματα. O προφορικός αφηγητής είναι ένας διαρκής συνομιλητής με την κοινωνία και όχι ένας περιστασιακός διασκεδαστής"

1. Είσαστε ένας από τους γνωστότερους και παλαιότερους αφηγητές που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Η πορεία σας αριθμεί τα 20 χρόνια. Πώς ξεκινήσατε όμως να αφηγείστε ιστορίες;

Η αλήθεια είναι πως πέρασαν 20 χρόνια από το 2003, όταν ξεκίνησα τη συμπόρευσή μου με το συλλογικό φαντασιακό των λαϊκών παραμυθιών, που δοκιμάστηκε από το χρόνο και τον νίκησε. Δεν γνωρίζω αν είμαι από τους γνωστότερους προφορικούς αφηγητές, αλλά σίγουρα έχω πιθανά από  τις σφαιρικότερες  σχέσεις με τον κόσμο  του λαϊκού παραμυθιού και της αφήγησής του: Έχω κυκλοφορήσει 25 βιβλία, από τα οποία τα 23 αφορούν τα λαϊκά παραμύθια και την αφήγησή τους, αφηγούμαι επαγγελματικά συνεργαζόμενος με πλήθος φορέων, έχω την ευθύνη δύο φεστιβάλ αφήγησης, στο Πήλιο από το 2011 το «Παραμύθια και Μύθοι στου Κένταυρου τη ράχη» και στην Αθήνα με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης το «Αθήνα… μια πόλη παραμύθια» από το 2014, το οποίο διακόπηκε προσωρινά λόγω της πανδημικής κρίσης, συμμετέχω με σχετικές ανακοινώσεις σε πανελλήνια και διεθνή επιστημονικά συνέδρια από το 2006 με ανάλογες δημοσιεύσεις στα πρακτικά τους, οργανώνω διαλέξεις, σεμιναριακές συναντήσεις και εργαστήρια γνωριμίας με το είδος, συντονίζω μια λέσχη αφήγησης στην Αθήνα από το 2016, έχω έναν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη Λαογραφία με θέμα την λαϊκή παραμυθιακή αφήγηση στη σύγχρονη εποχή από το 2014 και σε εξέλιξη βρίσκεται μια διδακτορική μου διατριβή με επίκεντρο τους παραδοσιακούς αφηγητές και τους σύγχρονους ιστορητές των καιρών μας.  Ανήκω στη δεύτερη γενιά των σύγχρονων αφηγητών. Όντας δάσκαλος στη δημόσια εκπαίδευση έψαχνα να βρω ένα μέσο για να μπολιάσω την καθημερινότητα της εκπαιδευτικής πράξης στην  τάξη. Έχοντας περάσει από το θεατρικό παιχνίδι, το κουκλοθέατρο, το θέατρο Σκιών, την παντομίμα και τη μιμική, και υιοθετώντας τα στο σχολείο σε διάφορες χρονικές περιόδους και με αφορμή εκπαιδευτικά προγράμματα και μαθήματα, γνώρισα την αφήγηση από την παιδαγωγική της διάσταση, ζώντας ο ίδιος τη φράση του μεγάλου δασκάλου της Ελληνικής Λαογραφίας Μ.Γ. Μερακλή, πως το λαϊκό παραμύθι είναι εν μέρει ψυχαγωγία και εν μέρει παιδαγωγία. Βέβαια η βιωματική μου σχέση χάνεται στην παιδική μου ηλικία, καθώς θυμάμαι πολλές φορές τον πατέρα μου, να λέει σε μένα και στον αδερφό μου σε ποικίλες στιγμές, ιστορίες-μύθους του Αισώπου κατάλληλα συνδεδεμένες με αυτό που έπρεπε να διαπραγματευτούμε στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή μιας έντασης ή μιας δυσκολίας, μιας στιγμής αναστοχασμού που μπολιαζόταν με τη σοφία και την καταλληλότητα του περιεχομένου. Αργότερα, έμαθα πως η μεγαλύτερη αδερφή του πατέρα μου, ήταν η μεγάλη παραμυθού στην οικογένεια. Ασχολούμουν ήδη από το 1998-1999 με τη μελέτη του λαϊκού παραμυθιακού λόγου. Αυτό που μου συνέβηκε, ήταν να ενεργοποιηθεί ξανά μια βιωματική σχέση, μέσα από τη συνθήκη της ανάγκης και της λειτουργικότητας. Ένα τυχαίο σχετικό σεμινάριο για την αφήγηση έδωσε την αφορμή και παράλληλα κάποιες δύσκολες στη διαχείρισή τους στιγμές στη ζωή της σχολικής τάξης, έβαλαν σε πρακτική δοκιμασία όσα ήθελαν να αναδυθούν στον κατάλληλο χρόνο με τον αρμόζοντα τρόπο. Λίγο αργότερα η αφηγηματική πρακτική μου βγήκε απ’ τους χώρους του σχολείου και συνάντησε την κοινωνία.

2. Γιατί σας αρέσει να αφηγείστε ιστορίες;

Η αφήγηση είναι ένα είδος προσωπικής κατάθεσης και ταυτόχρονα ένας τρόπος να παρεμβαίνει κανείς στα πράγματα, καθότι πιστεύω πως ο προφορικός αφηγητής είναι ένας διαρκής συνομιλητής με την κοινωνία και όχι ένας περιστασιακός διασκεδαστής. Μέσα από την αφηγηματική σύμβαση, η ενέργεια του ακουμπά την ανάγκη του πλαισίου, η φωνή του και το σώμα του γίνονται δυναμικοί ενδιάμεσοι, για να συναντηθούν το «Μια φορά κι έναν καιρό…» με το «Εδώ και τώρα» της τρέχουσας συνθήκης. Μιλάς γι’ αυτό που συμβαίνει μέσα από την ασφάλεια της απόστασης και τοποθετείσαι λέγοντας αλήθειες μέσα από τη συνθήκη του ψεύδους, και οι παλιές ιστορίες αποκτούν επικαιρότητα, αφού βέβαια γνωρίζεις καλά τι κουβαλούν από τον κόσμο του δικού τους καιρού και πολιτισμού. Αυτό το θεωρώ μοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα αλλά και παρακαταθήκη του λαϊκού λόγου που μετασχηματίζεται αέναα, για να συναντήσει μια σύγχρονη πραγματικότητα.

3. Γιατί πιστεύετε ότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αφηγούνται ιστορίες;

Ο άνθρωπος είναι homo fabulans (μυθοποιός) και homo narrans (αφηγητής). Φτιάχνει ιστορίες για να εκφράζει τον βαθύ του εσωτερικό εαυτό, να φέρνει στο φως τα σκοτάδια του, να ερμηνεύει την πορεία του στη ζωή και να αντιμετωπίζει τις αναπόφευκτες δυσκολίες που είναι μέρος της ανίχνευσης του κόσμου, των προσωπικών του επιλογών και των συλλογικών  εμπειριών σε τόπο και χρόνο. Φτιάχνεται ο ίδιος από ιστορίες, γαλουχείται από αυτές και μαθητεύει στα μικρά του χρόνια σε μια μυητική πορεία στη ζωή. Προσδιορίζει την ποιότητά του, αποκαλύπτει την οπτική του να συνδιαλέγεται με το ευκαιριακό, το ανοίκειο, το τυχαίο, το αναγκαίο, το απειλητικό και το προσδοκώμενο. Συναντά τον άλλο και συνυπάρχει μαζί του διαπροσωπικά και στην κοινότητα, αποτυπώνοντας τις αντιλήψεις του γι’ αυτές τις συναντήσεις μέσα από ιστορίες, αποκρυσταλλώνοντας θεμελιώδεις αξίες. Όσο υπάρχει ανθρώπινη ανάσα, θα υπάρχει το παράπονο, το αστείο, η σοφία, η ελαφράδα, η ελπίδα και οι ιστορίες.

4. Το οργανωμένο πια storytelling, που το συναντάμε από τη λογοτεχνία μέχρι και τη διαφήμιση, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος. Γιατί όμως πιστεύετε ότι αρέσει τόσο πολύ στους ανθρώπους να ακούνε ιστορίες;

Ο αφηγηματικός τρόπος σκέψης προσιδιάζει περισσότερο στη λειτουργία του ανθρώπου. Δημιουργεί νοητικά σχήματα και γεννά δυνατότητες, προκαλεί υπερβάσεις στην αδήριτη πραγματικότητα, αναδεικνύει την πιθανότητα του  εν δυνάμει μπροστά στο αδύνατο και φέρνει στο προσκήνιο αυτό που φαντάζει αδιανόητο, ενεργοποιώντας ψυχικά και συναισθηματικά, ό,τι θετικότερο μπορεί να βαλτώνει μέσα στον απύθμενο κόσμο του ασυνείδητου, απελευθερώνοντας παράλληλα μια πρωτόγνωρη πνοή ελπίδας. Η αφήγηση είναι μια μορφή να υπάρχει ο άνθρωπος, γεφυρώνοντας αυτό που κουβαλά και πιστεύει, την αντίληψή του με τα όποια φορτία της, με την πραγμάτωση της ζωής που μπορεί να τον «υπονομεύει» ποικιλότροπα ή να τον προσκαλεί σε μια άδηλη σχέση, η οποία χρειάζεται προσδιορισμό, ξαναδημιουργώντας τον κόσμο του, αυτό που ονομάζεται «αναπλαισίωση» στους χώρους της ψυχολογίας. Του αρέσει να αποδρά δημιουργώντας εξόδους διαφυγής στην ελάχιστη δυνατότητα που κρύβει η φαντασία του.

5. Πιστεύετε ότι oι Έλληνες, με τη μακρά αφηγηματική μας ιστορία από την εποχή ακόμη του Ομήρου και των αοιδών, έχουμε μια πιο στενή σχέση με την αφήγηση από ό,τι άλλοι λαοί;

Οι λαοί έχουν τη δική τους συλλογική πορεία στην προφορική παράδοση και ο καθένας τη συμβολή και την προσφορά του, μικρότερη ή μεγαλύτερη. Τα ελληνικά έπη, θεωρώ πως έχουν κατακτήσει στην παγκόσμια συνείδηση του πολιτισμού τη δική τους ξεχωριστή σχέση, όπως εξάλλου αποδεικνύεται από την ιδιαίτερη κινητικότητα στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και των αντανακλάσεών της σε επιστημονικά αντικείμενα, τη φιλολογία, την ανθρωπολογία, την ψυχανάλυση. Τα Έπη «Έργα και Ημέρες» του Ησίοδου μας δίνουν για παράδειγμα, μια γεύση από την πολυπλοκότητα της δημιουργίας του κόσμου και των σχέσεων που ιχνηλατούν την έκφρασή τους κατοπινά, ενώ ο Όμηρος μας παρουσιάζει ένα σύμπλεγμα ανθρώπινων συναισθημάτων σε μια δύσκολη πορεία αναζήτησης της ωριμότητας. Οι ποιότητες των λαών αντανακλώνται στα πνευματικά τους δημιουργήματα και το ελληνικό πνεύμα στις δικές του παρακαταθήκες. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως η αφήγηση είναι καθρέφτης του εσωτερικού κόσμου των ανθρώπων, πως εξωτερικεύει την ψυχή,  και σίγουρα οι αφηγήσεις που αφορούν διαχρονικά και σε συνέχεια την ψυχή του Έλληνα, αποτελούν μια ξεχωριστή αποτύπωση με τις ιστορικές και πλαισιακές της ιδιαιτερότητες και τις κατά καιρούς ταυτότητες και συνειδήσεις του.

6. Όταν ακούμε αφήγηση μοιραία το μυαλό όλων μας πηγαίνει στα παραμύθια. Όμως το παραμύθια όπως τα ξέρουμε σήμερα δεν υπήρχαν παλιά. Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στο λαϊκό και στο σύγχρονο παραμύθι;

Τα λαϊκά παραμύθια προϋπάρχουν της επινοημένης ανάγκης της γραφής. Έχουν τα χαρακτηριστικά, του ανώνυμου, προφορικού και κατά παράδοση, δηλαδή ένα συναπάντημα αχρονικών παραγόντων και συγχρονικών ιδιοτήτων, προσωπικών ή διαπροσωπικών διαλόγων και συλλογικών διεργασιών.  Αποτελούν ένα χαρμάνι συνάντησης στο κατώφλι των συνειδήσεων, εκεί που το ασυνείδητο ενυπάρχει, αλλά επιχειρεί να πάρει ταυτότητα, προσδιορίζοντας διαθέσεις τοπικά και ταυτόχρονα υπερτοπικά. Όλοι οι λαοί δημιούργησαν παραμύθια, ακόμα κι αν δεν απόκτησαν γλώσσα γραφής. Τα λαϊκά παραμύθια κατατρόπωσαν το χρόνο και δεν καθορίστηκαν από την εγγράμματη ή μη ταυτότητα  του φέροντα την ιστορία. Τα σύγχρονα παραμύθια απευθύνονται στο σύνολό τους στην παιδική ηλικία από ανθρώπους που χρησιμοποιούν τον εκτεχνολογημένο λόγο εξαιτίας της μόρφωσής τους, τα λαϊκά κυρίως στο ενήλικο κοινό και φτιάχτηκαν για να αφυπνίζουν τους μεγάλους και όχι για να αποκοιμίζουν τους μικρούς. Τα σύγχρονα αποτυπώνονται σε μια μορφή λόγου παγιωμένη και εγκλωβισμένη στη φόρμα του ύφους και της γλωσσικής-λεκτικής έκφρασης αποτελώντας προσωπική δημιουργία έχουν ταυτότητα ενός δημιουργού. Τα λαϊκά ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα, ανήκουν σε όλους, οικειοποιούμενα το πολιτισμικό πλαίσιο του περίγυρου, ξανασυγκροτώντας νέες μορφές αναδιήγησης πάνω στο ήδη δοκιμασμένο «σώμα» τους φτιάχνοντας παραλλαγές, τόσες όσες και οι αναδιηγητές τους, που συγκινούνται από το θέμα, το περιεχόμενο της ιστορίας και αναλαμβάνουν την ευθύνη να την μεταδώσουν, δίνοντας μια νέα ώθηση της υπόθεσης στο χρόνο, ενώ κουβαλούν αρχετυπικές φιγούρες και συμβολική αποτύπωση. Τα έχουμε ανάγκη και τα δύο στη σύγχρονη εποχή, το καθένα έχει τη συμβολή του στη σμίλευση του ανθρώπου, αλλά οτιδήποτε είναι αποτέλεσμα μυθοπλαστικής διάθεσης ή δημιουργίας δεν αποτελεί «παραμύθι», του λείπει το «παρά τον μύθο», η εγγύτητα των ειδών, σε αξία και λειτουργία.

7. Για πολλούς τα παραμύθια είναι παρηγοριά, για άλλους ιστορίες μόνο για παιδιά, για άλλους ιστορίες που μιλούν για την αλήθεια. Για εσάς τι είναι τα λαϊκά παραμύθια;

Για μένα είναι ένας τρόπος μέσα από την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, να συνομιλώ με την κοινωνία και να τοποθετούμαι για όσα κινητοποιούν τον προβληματισμό μου, μια επαφή του έσω κόσμου σε σχέση πάντα με τον κοινωνικό περίγυρο και την πραγματικότητα, μια προσπάθεια να συνδέω τη μοναδικότητα της στιγμής χωροχρονικά με τη διαδρομή του πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής. Αποτελούν ταυτόχρονα καράβι και ταξίδι μαζί και σίγουρα έναν τρόπο να αντιμετωπίζω με θετική διάθεση όσα κερνά η ζωή με τις πλευρές της, ευχάριστα και δυσάρεστα, προσφέροντας από καρδιάς στους άλλους- αλλά και με την ευθύνη της επίγνωσης του ενδιάμεσου-μέσω της αφήγησης μια εμπειρία αναστοχασμού με επίφαση την ψυχαγωγία.

8. Αν αυτή τη στιγμή είχατε μπροστά σας έναν άνθρωπο που θέλει να γίνει αφηγητής ποια συμβουλή θα του δίνατε;

Θα τον προέτρεπα να αναρωτηθεί, τι αποτελεί για αυτόν/ην η προφορική αφήγηση, τι θέλει να κάνει μέσω της αφήγησης, γιατί αφηγείται. Να αναμετρηθεί με τον προσωπικό εγωισμό αυτοπροβολής και να θέσει ως υπηρέτης/τρια την ενέργεια, την αγάπη και το χρόνο του/της, σε ένα «υλικό» που τον ξεπερνά.  Είναι σίγουρο πως οι θεματικές και οι υποθέσεις των λαϊκών παραμυθιών θα συναντήσουν και άλλους ανθρώπους μετά από εμάς σε μια ποικιλία περιστάσεων, τόπων και χώρων, ενώ εμείς μπορεί να μη συναντηθούμε μαζί τους ποτέ. Να τα μελετά με σεβασμό και ταπεινότητα, γιατί ο βαθύς σκοπός της ύπαρξής τους είναι να στηρίζουν τον άνθρωπο άδηλα μέσα από μια κατεξοχήν εξώστρεφη δραστηριότητα. Να δίνεται αφηγηματικά με απρόσκοπτη διάθεση στο ακροατήριό του, όπως του δίνονται τα παραμύθια όταν τα συναντά. Στις μέρες μας χρειαζόμαστε περισσότερους αφηγητές και αφηγήτριες, για να μπορέσει ο άνθρωπος, να μην ξεχάσει τι όμορφο είναι να είσαι άνθρωπος αλλά και πόσο δύσκολο να κρατήσεις την ανθρωπιά σου.

Εικόνες