Αθηναίες, εταίρες, παλλακίδες, δούλες: Οι γυναίκες των Αθηνών

Ο χρυσός αιώνας του Περικλή, ίσως η πιο ξακουστή περίοδος της αρχαιότητας που έκανε γνωστή τη χώρα μας στα πέρατα του κόσμου ως τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, έμεινε στην ιστορία για τις φιλοσοφικές ιδέες που γεννήθηκαν και τα μνημεία που οικοδομήθηκαν κατά τη διάρκειά του. Ιδέες και μνημεία που ακτινοβολούν ακόμη και στις μέρες μας το υψηλό πνεύμα μιας κοινωνίας σε ακμή. Όμως κοιτώντας πίσω από τα χρυσά και ένδοξα πέπλα της ιστορίας, συναντούμε γυναίκες που κάθε άλλο παρά ελεύθερες είναι.

Στη δημοκρατική Αθήνα του Περικλή οι γυναίκες κατέχουν την ίδια θέση με τους δούλους. Η ελευθερία τους φτάνει μέχρι εκεί που είναι τα όρια της αυλής του σπιτιού τους. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπαίτιος για την κατάσταση αυτή των γυναικών είναι το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Ενώ λοιπόν η δημοκρατία φροντίζει για την ισότητα μεταξύ των ανδρών της πόλης δεν μεριμνά για την ισότητα και των μελών της οικογένειας. Αντίθετα, επιτρέπει την αντρική κυριαρχία ως αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας του πολίτη, που πρέπει να έχει υπό τις εντολές του όλα τα μέρη του οίκου του, έτσι ώστε να θεωρείται κύριος του εαυτού του.

Το οικογενειακό δίκαιο υποχρεώνει τη γυναίκα να υποστεί την «προστασία» του πατέρα της, έπειτα του άντρα της, του γιου της και -σε περίπτωση θανάτου όλων των ανδρών του οίκου- του κοντινότερου αρσενικού γένους συγγενή της. Έτσι, σε καμία στιγμή της ζωής της δεν μπορεί να αποφασίζει μόνη της για το μέλλον της, παρά τελεί υπό τις εντολές και την καθοδήγηση κάπου άντρα.

Ακόμη και οι θέσεις που κατείχαν στην κοινωνία οι γυναίκες περιγράφονται κατ’ αποκλειστικότητα από την αλληλεπίδραση ή τη χρησιμότητα που είχαν για τους άντρες. Έτσι, ο Δημοσθένης χωρίζει τις γυναίκες στις εξής κατηγορίες: Σύζυγοι, παλλακίδες, εταίρες ή πόρνες. Σε αυτές προστίθενται και οι δούλες, που συνήθως ήταν αιχμάλωτες πολέμου. Ας δούμε πιο αναλυτικά τη θέση που κατείχε η κάθε μία από αυτές στην κοινωνία.

Δούλες

Οι δούλες χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες: Τις δημόσιες και τις ιδιωτικές. Οι δημόσιες, οι επονομαζόμενες ιερόδουλες,  δούλευαν ως δούλες στα ιερά και ήταν αφιερωμένες σε κάποια θεά. Πρόσφεραν το κορμί τους σε αγνώστους έναντι χρημάτων, τα οποία στη συνέχεια καρπωνόταν ο εκάστοτε ναός. Οι ιδιωτικές δούλες ήταν περιορισμένες στον οίκο στον οποίο εργάζονταν και ασχολούνταν με οικιακές εργασίες. Είχαν το δικαίωμα εξόδου μόνο όταν συνόδευαν τις κυρίες τους, δηλαδή συνήθως σε κάποια θρησκευτική γιορτή. Οι εγκυμοσύνες ήταν ανεπιθύμητες για τις δούλες, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα έπρεπε να μείνουν για πολύ καιρό εκτός της εργασίας τους. Γι’ αυτό έπρεπε να προσέχουν πολύ. Εξαιρετικά σπάνια κάποια δούλα είχε την ευκαιρία να παντρευτεί Αθηναίο πολίτη και να ζήσει μία λίγο καλύτερη ζωή. Ως επί το πλείστων δεν τα κατάφερναν. Έτσι, εξακολουθούσαν στην ουσία να αποτελούν ένα εμπορεύσιμο αγαθό που μπορούσε ο καθένας να αγοράσει και να πουλήσει.

Πόρνες-Εταίρες

Η πορνεία ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα. Οι πόρνες, που μπορεί να ήταν μέτοικοι ή και Αθηναίες, προσέφεραν το κορμί τους έναντι αμοιβής συνήθως σε οίκους ηδονής. Το επάγγελμά τους ήταν νόμιμο. Όφειλαν μάλιστα να δίνουν μέρος των εσόδων τους στο κράτος. Πολλές από αυτές ήξεραν τραγούδι, χορό ή κάποιο μουσικό όργανο και μπορούσαν να συμμετέχουν στα συμπόσια των ανδρών. Οι πόρνες συνήθως τελούσαν υπό την «προστασία» κάποιου μαστροπού.

Στην κορυφή της πυραμίδας των εκδιδόμενων γυναικών συναντάμε τις εταίρες. Συνήθως προέρχονταν από άλλες πόλεις και είχαν μετεγκατασταθεί στην Αθήνα. Ήταν οι μοναδικές γυναίκες των Αθηνών που είχαν την ευκαιρία να κερδίζουν χρήματα και να τα διαχειρίζονται μόνες τους ελεύθερα. Περιγράφονται ως γυναίκες πολύ όμορφες, με εξαιρετική μόρφωση, με γνώσεις μουσική και χορού, ενημερωμένες για πολιτικά και φιλοσοφικά επίκαιρα θέματα, για τις οποία δεν δίσταζαν να εκφέρουν την άποψή τους. Οι άντρες συνήθιζαν να σχετίζονται μαζί τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κινούνταν στους ανώτερους κύκλους και η απόκτησή τους απαιτούσε τη δαπάνη μεγάλων χρηματικών ποσών. Είχαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τους σημαντικούς άντρες της πόλης, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την περιβόητη Ασπασία, που έκανε τον Περικλή να εγκαταλείψει τη γυναίκα του για να την παντρευτεί.

Παρ’ όλη τη συμμετοχή τους στα συμπόσια των αντρών και τη μεγάλη επιρροή που σαφώς ασκούσαν σε αυτούς, δεν είχαν κανέναν από τα δικαιώματα των ελεύθερων πολιτών. Ωστόσο ήταν οι μοναδικές γυναίκες της κλασικής Αθήνας που ήταν ελεύθερες να ζουν και να εργάζονται κατά δική τους βούληση.

 Οι παλλακίδες

Περίεργη θέση στην κλασική Αθήνα κατέχουν οι παλλακίδες, θεσμός που πιθανόν απορρέει από την αδυναμία των φτωχών αντρών της Αθήνας να παρέχουν στις κόρες τους την προίκα που θα τις επέτρεπε να παντρευτούν. Παρ’ όλα αυτά οι παλλακίδες δεν προέρχονται μόνο από φτωχές οικογένειες αλλά είναι και δούλες και μέτοικοι.

 Οι παλλακίδες είναι γυναίκες που κάποιες φορές εισχωρούν στη νόμιμη κατοικία ενός άντρα –κατόπιν δικής του πρόσκλησης- και παραμένουν εκεί ως ερωμένες. Άλλες φορές πάλι μένουν σε χωριστά σπίτια αλλά συντηρούνται από αυτόν. Δεν συνδέονται με τον εραστή τους με κανέναν νόμιμο δεσμό, ωστόσο οφείλουν να είναι πιστές σε αυτόν σαν να ήταν παντρεμένες. Τέλος, σε περίπτωση που κάποια γυναίκα ήταν στείρα, ο άντρας είχε το δικαίωμα να τεκνοποιήσει με μία παλλακίδα.

Οι Αθηναίες

Αθηναίες θεωρούνταν μόνο οι γυναίκες οι οποίες είχαν προέλθει από γονείς  Αθηναίους. Παρόλο που οι άντρες που πληρούσαν τις ίδιες προϋποθέσεις θεωρούνται Αθηναίοι πολίτες, για τις γυναίκες δεν υπάρχει η έννοια του πολίτη, καθώς στερούνται κάθε πολιτικό δικαίωμα. Άλλωστε ως πολίτης οριζόταν εκείνος που μπορούσε να υπερασπιστεί την πατρίδα του με όπλα, κάτι που θεωρούνταν αδύνατο για τις γυναίκες των Αθηνών.

Δυστυχώς όμως δεν στερούνται μόνο τα πολιτικά τους δικαιώματα. Η ζωή της γυναίκας αρχίζει και τελειώνει μέσα στο σπίτι. Εκεί είναι η χρυσή, προστατευμένη φυλακή της. Σε μία πόλη που σφύζει από ζωή, που γίνονται σημαντικές πνευματικές και πολιτικές ζυμώσεις, εκείνη εξακολουθεί να είναι αόρατη. Φτάνει να σκεφτούμε πώς ήταν χτισμένη η αθηναϊκή οικία, με την αυλή να βρίσκεται στο κέντρο και να περιστοιχίζεται από τα κτίρια, για να καταλάβουμε πόσο αποκομμένη ήταν από τον έξω κόσμο. Εξαίρεση από τον κατ’ οίκον περιορισμό αποτελούσαν οι φτωχές Αθηναίες ή οι γυναίκες των αγροτών, που κυκλοφορούσαν ελεύθερα στην πόλη με σκοπό την πώληση αγαθών για να κερδίσουν κάποια χρήματα.

Ο κατ’ οίκον περιορισμός της ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία, όταν τα αγόρια ξεκινούν την εκπαίδευσή τους. Τα κορίτσια δεν τυγχάνουν καμίας εκπαίδευσης, παρά μόνο μαθαίνουν να εκτελούν οικιακές εργασίες. Εξαίρεση αποτελούν γυναίκες που τελούσαν χρέη ιέρειας σε μεγάλες γιορτές και ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή.

Ο πατέρας της και οι αρσενικοί συγγενείς της έβρισκαν τον σύζυγό της. Οι νόμοι της Αθήνας όριζαν με σαφήνεια ότι για να γεννηθούν Αθηναίοι πολίτες θα έπρεπε να προέρχονται από Αθηναίους γονείς κι όχι από τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης που είχαν μετεγκατασταθεί εκεί. Έτσι, η πράξη του γάμου αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο μία πράξη πολιτική, που αποσκοπούσε εκτός των άλλων και στη διατήρηση των περιουσιών από Αθηναίους πολίτες. Σημαντικότερος σκοπός του γάμου ήταν η απόκτηση τέκνων. Η μονογαμία ήταν υποχρεωτική και για τους δύο συζύγους, ωστόσο ο άντρας επιτρεπόταν να έχει μη νόμιμες συντρόφους, όχι όμως και η γυναίκα.

Η μοναδική ευκαιρία της Αθηναίας να συμμετέχει στις δραστηριότητες της πόλης ήταν οι θρησκευτικές τελετές. Σε αυτές μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρωτοστατούσε, ειδικά σε εκείνες που είχαν να κάνουν με τη γονιμότητα, όπως για παράδειγμα τα Ελευσίνια Μυστήρια. Η ενασχόλησή της με τις θρησκευτικές τελετές φαίνεται να αποτελούσε κυρίως δικό της προνόμιο, καθώς είχε την αποκλειστική ευθύνη και για τις προσφορές που γίνονταν στους θεούς και εντός του οίκου. Ακόμη και στις τελετουργίες οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως ομάδα και ποτέ ως μοναδικές οντότητες, καθώς δεν έχουν το δικαίωμα της αυτόνομης ύπαρξης.

 

Κρίνοντας από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι στην αρχαία Αθήνα τα πλούτη έκαναν τις ελεύθερες Αθηναίες υπόδουλες των ανδρών τους. Όσο πιο ψηλά στην κοινωνική βαθμίδα βρισκόταν μία γυναίκα, τόσο πιο περιορισμένη ήταν στον γυναικωνίτη του σπιτιού της. Αντίθετα, οι γυναίκες που δεν είχαν κάποια οικονομική άνεση ήταν ελεύθερες να κυκλοφορούν στην πόλη, είτε πουλώντα αγαθά για να βιοποριστούν, είτε το μοναδικό πράγμα που τους ανήκε: το κορμί τους. Η θλιβερή αυτή κατάσταση δυστυχώς δεν ενοχλούσε κανέναν, ούτε σχολιάστηκε αρνητικά από τους διανοούμενους της εποχής, καταδικάζοντας τις γυναίκες να έχουν στην ουσία ρόλο μόνο αναπαραγωγικό.

Πηγές:

Blundell, S. Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα: 2004

Δεληκωστόπουλος, Σ. Η γυναίκα όταν χτιζόταν ο πολιτισμός, Λιβάνης, Αθήνα: 2007

Παπαγεωργοπούλου, Μ. Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα της κλασικής περιόδου, Διπλωματική εργασία στο

ikee.lib.auth.gr/record/122500/files/PAPAGEORGOPOULOU.pdf

Έρευνα-Συγγραφή: Παναγιώτα Μωυσιάδου

Εικόνες