Αθανάσιος Διάκος: Ο Εθνομάρτυς και αγωνιστής της Ελευθερίας της Ελλάδος και της Ορθοδοξίας

Ο Αθανάσιος Διάκος είναι γνωστός ήρωας της Επανάστασης του 1821 με μαρτυρικό τέλος. Κοιμήθηκε ως Έλληνας ήρωας και γενναίος χριστιανός. Δεν απαρνήθηκε την πίστη του, ούτε και την ελληνικότητά του. Ανδρείος στο φρόνημα ως ελληνορθόδοξος μαχητής. Τον κατέγραψε η ιστορική και λαϊκή μνήμη στις χρυσές σελίδες που πρέπει να εμπνέουν και να καθοδηγούν τις μετέπειτα γενεές.

Το πραγματικό όνομα του Διάκου, κατά μια εκδοχή, ήταν Αθανάσιος  Μασαβέτας και κατά άλλη εκδοχή Αθανάσιος Γραμματικός. Γεννημένος το 1788, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Είχε έφεση στη θρησκεία και η μητέρα του σε ηλικία 12 ετών τον πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη στην Αρτοτίνα Φωκίδας για να εκπαιδευτεί. Έγινε μοναχός και λόγω του μεγάλου ζήλου γρήγορα χειροτονήθηκε διάκος. Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς με τα στρατεύματά του επισκέφθηκε το μοναστήρι και εντυπωσιάστηκε από την εμφάνιση του νεαρού διάκου. Όμως με τα λεγόμενά του -και τη μετέπειτα πρότασή του- πρόσβαλε τον διάκο, ο οποίος, πάνω στον καυγά που επακολούθησε, σκότωσε τον Τούρκο και αναγκάστηκε να φύγει στα βουνά και να γίνει κλέφτης.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή σε έναν γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν, ένα βόλι σκότωσε τον γιο της Κοντογιάννενας από μεγάλο σόι, γειτονικού χωριού. Στον γάμο αυτόν παρών ήταν και ο Διάκος, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι αυτός είναι ο φονιάς, χωρίς να είναι βέβαιο ότι αυτός άθελά του τον σκότωσε. Έτσι, αναγκάστηκε να καταφύγει στα βουνά. Αργότερα, στο πανηγύρι της Παναγιάς, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό και οι Τούρκοι τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο, τον οποίο κυνηγούσαν, και τους οδήγησαν στις φυλακές, από τις οποίες κατάφεραν να δραπετεύσουν και να καταφύγουν και πάλι στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας Τσαμ Καλόγερου. Σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος πληγώθηκε βαριά και ο Διάκος με ηρωισμό και αυτοθυσία τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, μεταφέροντάς τον στους ώμους του σε απάτητο ύψωμα δυο ώρες πορεία. Εκεί ο καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος είπε παρουσία όλων των ανδρών της ομάδος του: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».

Αργότερα οι άνδρες της ομάδας του Τσαμ Καλόγερου χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες, εις την μία αρχηγός ήταν ο Διάκος, ο Γούλας και ο Σκαλτσοδήμος. Εκείνο το διάστημα πληροφορείται ο Διάκος ότι τουρκικό απόσπασμα συνέλαβε και σκότωσε τον πατέρα του και έναν από τους αδελφούς του και ορκίζεται να τιμωρήσει αυστηρά την τουρκιά. Κάθε απόσπασμα που ξεμυτούσε αποδεκατίζετο από τους άνδρες του Διάκου.

Εκείνη την εποχή ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κατέστρωνε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του καπεταναίους, μεταξύ αυτών και τον Σκαλτσοδήμο, ο οποίος έστειλε τον Διάκο. Ο Διάκος υπήρξε αρματολός από το 1814 έως το 1816 και όταν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος υπήρξε πρωτοπαλίκαρό του. Αργότερα δημιουργεί δική του ομάδα και -όπως συμβαίνει και με άλλους καπετάνιους- γίνεται και μέλος της Φιλικής Εταιρείας προετοιμαζόμενος για τον μεγάλο, πάνδημο ξεσηκωμό. Αφού άρχισε η επανάσταση ο Διάκος με τον φίλο του και ντόπιο καπετάνιο Βασίλειο Μπούσγο πολιορκούν τη Λιβαδειά και την ελευθερώνουν. Την 4η Απριλίου 1821 η ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στην ελεύθερη Λιβαδειά. Ο Χουρσίτ Πασάς με εντολή του Σουλτάνου στέλνει δυο από τους καλύτερους διοικητές από τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά με 8000 πεζούς και 1000 ιππείς με σκοπό να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και στη συνέχεια να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο. Ο Διάκος και η ομάδα του που ενισχύθηκαν με τον Πανουργιά και τον Δυοβουνιώτη αποφάσισαν να αποκόψουν την πορεία των Τούρκων στη Ρούμελη, λαμβάνοντας θέσεις κοντά στις Θερμοπύλες. Οι 1500 Έλληνες μαχητές χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες. Η ομάδα του Διάκου ανέλαβε να υπερασπιστεί τη γέφυρα της Αλαμάνας στον Σπερχειό ποταμό. Ο Δυοβουνιώτης τη γέφυρα του Γοργοποτάμου και ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας. Ο Δυοβουνιώτης γρήγορα οπισθοχώρησε και η ομάδα του Πανουργιά, όταν ο ίδιος πληγώθηκε, οπισθοχώρησαν και πολλοί χάσανε τη ζωή τους, μεταξύ αυτών και ο επίσκοπος Σαλώνων  Ησαΐας και ο αδελφός του Παπαγιάννης. Οι Τούρκοι συγκέντρωσαν όλες τις δυνάμεις τους εναντίον του Διάκου. Ο συνεργάτης Μπούσγος του προτείνει να οπισθοχωρήσουν πριν περικυκλωθούν από τους πολυάριθμους εχθρούς. Ο Διάκος αρνείται λέγοντας «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του»  και έμεινε με 48 παλικάρια.

Η μάχη της Αλαμάνας.

Πολεμώντας γενναία τραυματίζεται και συλλαμβάνεται από πέντε Τσάμηδες, οι συμμαχητές του Μπακογιάννης και Καλύβας ορμούν να τον ελευθερώσουν αλλά πέφτουν νεκροί από τα βόλια των εχθρών. Ο Διάκος οδηγείται  στη Λαμία και τον παρουσιάζουν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος γνώριζε και εκτιμούσε τον Διάκο από την περίοδο που ήταν μαζί στην αυλή του Αλή Πασά. Ο Βρυώνης προσφέρει αξιώματα και πολλά δώρα και θέτει ως όρο να αλλαξοπιστήσει ο Διάκος και να ασπαστεί το Ισλάμ. Του ζητείται να προδώσει Χριστό και Ελλάδα. Να γίνει εφιάλτης. Αν είναι δυνατόν. Ο Αθανάσιος Διάκος απαντά με υπερηφάνεια και λεβεντιά.  «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα, Γραικός θε να αποθάνω!» Το γνωρίζει και το αντιλαμβάνεται ότι τον περιμένει ο θάνατος. Ο Ομέρ Βρυώνης δείχνει συμπάθεια προς τον Διάκο αλλά, τον οδηγεί προς τον θάνατο, πιεζόμενος από τους υπόλοιπους Τούρκους. Ο Διάκος αντιμετωπίζει τον θάνατο με ψυχραιμία. Ένα παράπονο βγαίνει από τα χείλη του, αφού δεν θα ζήσει την ημέρα της ελευθερίας. Είπε, λοιπόν:  «Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι». Στη Λαμία κλείνουν τον Διάκο σε ένα παλιό χάνι. Τρεις Έλληνες παρακολουθούν κρυφά από χαλασμένα παραθυρόφυλλα του χανιού τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό. Τον έδεσαν με σχοινιά σε ένα παχνί και τον φυλάγανε. Ο Διάκος πονούσε αλλά δεν παραπονιότανε. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και εμφανίζονται δυο μπέηδες, ο Ομέρ Βρυώνης και ο σκληρός Χαλήλ Μπέης, ο οποίος αφού βεβαιώνεται ότι ο Διάκος είναι δεμένος παριστάνει τον γενναίο παλικαρά. Κτυπά τον δεμένο Διάκο. Τον διακόπτει ο Βρυώνης και αρχίζει διάλογος μεταξύ Διάκου και Βρυώνη. Οι παρατηρητές δεν ακούνε αλλά βλέπουν τον Διάκο να απορρίπτει τις προτάσεις του Βρυώνη κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Ο Βρυώνης εξαγριώνεται και αρχίζει να φωνάζει, μα ο Διάκος τον αντιμετωπίζει με απόλυτη ηρεμία. Οι δυο μπέηδες φεύγουν και αναλαμβάνει πλέον ο δήμιος.

Το μαρτυρικό τέλος του Αθανασίου Διάκου είναι γνωστό σε όλους μας. Οι Τούρκοι, σε μία στιγμή μεγάλης αγριότητας, τον σούβλισαν κι έτσι πέθανε με τρόπο βίαιο και βασανιστικό.

Εικόνες