«Αν δεν υπήρχε το ποτάμι θα μας είχαν σκοτώσει όλους οι Γερμανοί»

Μπορεί η γερμανική Κατοχή να ανήκει πια στο παρελθόν και να έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια από τότε, οι μνήμες των ανθρώπων όμως που την έζησαν -όσο κι αν έχουν ξεθωριάσει- αναδεικνύουν στην πραγματική της διάσταση την Ιστορία. Απαλλαγμένες από το ψυχρό μάτι του ιστορικού, με μια συναισθηματική φόρτιση που μεταφέρει στον σύγχρονο αναγνώστη τον φόβο, την απελπισία, την αγωνία αλλά και την κρυφή ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Πολύτιμες μαρτυρίες για έναν πόλεμο που δεν τον άκουσαν στην τηλεόραση ή το ράδιο ούτε διάβασαν γι’ αυτόν στα βιβλία. Για έναν πόλεμο που έζησαν.

Η μαρτυρία που παρουσιάζουμε έρχεται από ένα μικρό χωριό των Γρεβενών, τη Δήμητρα. Ο κύριος Θεόδωρος Μωυσιάδης, συνταξιούχος Δήμαρχος Χασίων, μας διηγείται πώς κατάφερε να σωθεί το χωριό χάρη στο μεγάλο και δύσβατο δάσος αλλά και στον μεγαλύτερο ποταμό της χώρας μας, τον Αλιάκμονα.

«Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα στις 10 του Φλεβάρη του 1944. Εγώ ήμουν τότε 8 χρόνων. Είχε χιόνι πάρα πολύ τότε. Μπορεί να έφτανε και το ένα μέτρο. Και πολύ κρύο. Μέσα στο σπίτι με σόμπα και τζάκι και πάλι δε ζεσταινόσουν. Ξέραμε ότι οι Γερμανοί τους τελευταίους μήνες έκαναν εφόδους στη γύρω περιοχή και είχαν κάνει και ένα μεγάλο στρατόπεδο στην Κοζάνη. Τώρα να πας στην Κοζάνη με αυτοκίνητο είναι περίπου μία ώρα. Τότε, και με το χιόνι που είχε και τους δρόμους που δεν ήταν καλοί, μπορεί να έκανες και δώδεκα ώρες. Έκαναν εφόδους λοιπόν στην περιοχή και σκότωναν ανθρώπους χωρίς λόγο, δηλαδή άμαχο πληθυσμό μέσα στα σπίτια τους. Είχαμε ακούσει και για τις σφαγές στο Μεσόβουνο και σε άλλα χωριά και φοβόμασταν μην έρθουν και μας σκοτώσουν όλους. Έτσι, το βράδια λίγο κοιμόμασταν. Πού να μας κολλήσει ύπνος! Ακόμη κι εμείς τα παιδιά καταλαβαίναμε τον κίνδυνο.

Στην περιοχή μας βέβαια είχε μεγάλη δύναμη κι ο ΕΛΑΣ, και πολλοί από το χωριό πολεμούσαν εκεί. Επομένως μέσα στον φόβο μας νιώθαμε και λίγη ασφάλεια, ότι αυτοί θα φυλούσαν λίγο παραπάνω το χωριό μας. Εμείς ξέραμε κιόλας ότι αν έρθουν οι Γερμανοί θα μας πάρουν όλα τα τρόφιμα. Φτιάξαμε λοιπόν τα αμπριά. Σκάψαμε μέσα στη γη και χτίσαμε αποθήκες κι από πάνω τις σκεπάζαμε με ξερά χόρτα και ξύλα. Τώρα βέβαια Φλεβάρης μήνας ήταν δεν υπήρχε κίνδυνος να τα βρουν με τόσο χιόνι. Αυτά ήταν τα αμπριά και φυλούσαμε εκεί όλα τα τρόφιμα και είχαμε λίγα στο σπίτι γιατί, αν μας τα έπαιρναν, θα πεθαίναμε από την πείνα.

Οι Γερμανοί λοιπόν ξεκίνησαν από την Κοζάνη να έρθουν στο Αράπι –έτσι το έλεγαν τότε το χωριό- γιατί είχαν μια πληροφορία ότι εδώ φυλούσε ο ΕΛΑΣ πολλά πολεμοφόδια. Αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Στο χωριό δεν είχαν τίποτα. Στη διαδρομή που ερχόντουσαν πέρασαν από την Ποντινή, το Παλαιοχώρι και το Δίπορο και αιχμαλώτισαν άτομα για να τους δείξουν πώς να περάσουν τον Αλιάκμονα. Τότε το ποτάμι είχε πολύ νερό. Αν δεν ήξερες από πού να πας μπορούσες εύκολα να πνιγείς γιατί είχε και πολλές ρουφήχτρες. Τους φέρανε τους ομήρους για να τους δείξουν το πέρασμα. Οι Γερμανοί ήταν εφοδιασμένοι με πολεμοφόδια και βάρκες. Είχαν τα μέσα για να περάσουν το ποτάμι, αλλά έπρεπε να ξέρουν και το πέρασμα. Από πού είχε το λιγότερο νερό για να περάσουν και τα μουλάρια με τα πολεμοφόδια.  Έφτασαν στο ποτάμι περίπου στις 2 τη νύχτα και οι όμηροι τους καθυστερούσαν, τους πηγαίνανε πάνω κάτω στο ποτάμι –τάχα δεν μπορούσαν να βρουν το πέρασμα- για να μπορέσουν να δουν οι φύλακες οι δικοί μας το φως από τους φακούς και να ειδοποιήσουν το χωριό.

Απέναντι στα Χάσια, από τον Άγιο Αθανάσιο του Καρπερού μέχρι τις παρυφές του ποταμού ήταν οι σκοπιές. Οι Εφεδροελασίτες είχαν τη φύλαξη του ποταμιού και είχαν άτομα που έκαναν περιπολία όλη τη νύχτα. Αφού είδαν τους φακούς από απέναντι σταμάτησαν σε ένα μέρος, στον Άγιο Κωνσταντίνο, και περίμεναν να δούνε τι γίνεται. Είδαν τους φακούς και δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποιος είναι γιατί είχε ακόμη σκοτάδι. Τα ξημερώματα είδαν πολλά ζώα που ήταν φορτωμένα με πολεμοφόδια.  Όταν είδαν τους Γερμανούς που έριξαν τις βάρκες και τα μουλάρια που περνούσαν από τα πιο ρηχά, οι σκοποί έτρεξαν να ειδοποιήσουν το χωριό. Φώναξαν να φύγουμε όλοι να σωθούμε. Χτυπούσαν τις πόρτες στα σπίτια και φώναζαν δυνατά. Κάποιος είπε να χτυπήσουμε την καμπάνα αλλά μετά είπαν να μην τη χτυπήσουμε γιατί θα την ακούσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβουν ότι φεύγουμε τώρα. Τότε το χωριό είχε πολύ κόσμο. Περίπου χίλια άτομα.

Μόλις ακούσαμε εμείς ότι έρχονται οι Γερμανοί και περνάνε το ποτάμι τρομοκρατηθήκαμε. Ξέραμε ότι, αν μας έβρισκαν εκεί, θα μας βασάνιζαν και θα μας σκότωναν. Άλλοι άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν, άλλοι έπαιρναν μαζί τους τις κουβέρτες και τις βελέντζες να τις κουβαλήσουν – γιατί είχε εκείνο το κρύο που σας είπα. Αν δεν παίρναμε τίποτα μαζί μας θα πεθαίναμε από το κρύο στο δάσος. Εγώ ήμουν με τον πατέρα μου και τις γυναίκες των αδερφών μου. Εκείνοι πολεμούσαν στην Αντίσταση. Και οι ΕΛΑΣίτες φώναζαν αφήστε τα όλα να φύγουμε. Γιατί έπρεπε να τους ακολουθήσουμε να μας πάνε στα κρησφύγετα. Έπρεπε να φύγουμε όλοι μαζί γιατί, αν έμεναν κάποιοι πίσω, δεν ήξεραν πώς να πάνε. Μόνο αυτοί ξέρανε τον δρόμο από φόβο μην πιάσουν οι Γερμανοί κάποιον από εμάς, τον βασανίσουν και μαρτυρήσει την τοποθεσία.

 Όλοι τρέξαμε προς τον νότο να κρυφτούμε γιατί οι Γερμανοί έρχονταν από τον βορά. Αυτό έγινε την ώρα που άρχιζε να ξημερώνει. Τότε υπήρχαν μεγάλα παρθένα δάση και τρέξαμε εκεί να κρυφτούμε. Οι Γερμανοί έφτασαν και άρχισαν να πυροβολούν όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Σκότωσαν 10-15 άτομα. Εμείς ακούγαμε από μακριά τους πυροβολισμούς και τις φωνές αυτών που πέθαιναν και τρέχαμε ακόμη πιο γρήγορα. Ξέραμε ότι οι Γερμανοί ήταν άγριοι. Δεν θα γλίτωναν ούτε γέροι ούτε παιδιά. Οι ΕΛΑΣίτες πήραν τα γυναικόπαιδα στα κρησφύγετα και εγώ με τον πατέρα μου και άλλοι άντρες πήγαμε στα μαντριά μπας και μπορέσουμε να κρύψουμε μερικά ζώα, μη μας τα πάρουν όλα.

Μείναμε κρυμμένοι στον αχυρώνα μέχρι το βράδυ και μετά βγήκαμε έξω να μαζέψουμε τα ζώα. Ο πατέρας μου είχε σε μια αποθηκούλα τον αναπτήρα του και πήγε να τον πάρει να ανάψει τσιγάρο. Όμως εκεί δίπλα ήταν δύο Γερμανοί και τον έπιασαν επειδή είδαν τη φλόγα να ανάβει. Εγώ μόλις άκουσα τις φωνές κρύφτηκα πίσω από ένα δέντρο. Ήθελα να πάω να κάνω κάτι αλλά και τι να έκανα, μικρό παιδί ήμουν. Άρχισα να κλαίω γιατί ήξερα ότι θα σκότωναν τον πατέρα μου. Εκείνος άρχισε να φωνάζει «παππούς, παππούς», ότι ήταν παππούς να μην τον σκοτώσουν. Οι Γερμανοί δεν τον σκότωσαν –ήταν άγριοι αλλά υπήρχαν και κάποιοι που ήταν άνθρωποι. Τον πήραν και έφυγαν. Εγώ κρύφτηκα μέσα στον αχυρώνα και μόλις ξημέρωσε σιγά σιγά βγήκα και με προσοχή άρχισα να ψάχνω τον δρόμο για το κρησφύγετο ή μήπως δω τίποτα δικούς μας να με βοηθήσουν. Εγώ πώς να κρυφτώ και να προφυλαχτώ δεν ήξερα, αλλά είχα ακούσει πολλές ιστορίες από τα αδέρφια μου και έκανα αυτά που είχα ακούσει. Ήξερα και το δάσος. Ήταν πολύ πυκνό τότε. Αν δεν το ήξερες χανόσουν. Κάποια στιγμή, έφτασα σε ένα μέρος που το λέμε Ασπρός για να περάσω απέναντι το ποτάμι, να φύγω για τα κρησφύγετα. Πάνω στο ύψωμα ήταν δύο σκοποί με τα κράνη στο κεφάλι και με τα μαρσίπ τα αυτόματα. Έρχονταν προς εμένα και μετά έφευγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μόλις τους είδα εγώ που έφυγαν έτρεξα μέσα στο ποτάμι, πέρασα απέναντι και κρύφτηκα μέσα στο δάσος. Μετά περπάτησα λίγο και σε ένα ίσιωμα βρήκα έναν συγχωριανό μας σκοτωμένο. Τον είδα ξάπλα και νόμιζα ότι κοιμόταν. Σκοτωμένο άνθρωπο εγώ δεν είχα ξαναδεί πού να ξέρω ότι ήταν νεκρός. Πήγα δίπλα του και άρχισα να του φωνάζω «Μπάρμπα-Γιάννη, σήκω, μην κοιμάσαι! Σήκω να φύγουμε μη μας βρουν οι Γερμανοί». Αυτός δεν κουνιόταν αλλά εγώ ακόμη δεν είχα καταλάβει ότι ήταν νεκρός. Παραδίπλα, γύρω στα πενήντα μέτρα από εκεί, ήταν δύο Εφεδροελασίτες καμουφλαρισμένοι και με είδαν. Ξαφνικά άκουσα ένα «ψιτ, ψιτ» και τρόμαξα. Με φώναξαν αυτοί «Ντόντο, Ντόντο, έλα εδώ». Πήγα δίπλα τους και μου λένε «φύγε, αυτός είναι σκοτωμένος. Φύγε». Και μου έδειξαν τον δρόμο για να πάω στα γυναικόπαιδα. Ήταν περίπου στα 500 μέτρα. Εκεί βρήκα τις γυναίκες από τα αδέρφια μου. Καθίσαμε εκεί πέντε μέρες χωρίς φαϊ κι ούτε φωτιά ανάβαμε μη δουν τον καπνό και μας καταλάβουν. Αλλά είχαν φτιάξει κάτι αχυρώνες και με το άχυρο και τα χνώτα μας ζεσταινόμασταν.  Μετά έφυγαν οι Γερμανοί και πήγαμε πάλι στο χωριό.

Όταν επιστρέψαμε στο χωριό ήταν σαν να αρχίζουμε από την αρχή τη ζωή μας. Ζώα δεν υπήρχαν, τα σπίτια ρημαγμένα, άλλα καμένα. Έπρεπε να τα κάνουμε όλα από την αρχή. Μόνο μερικά ζώα που ξέφυγαν και γύρισαν πίσω, γιατί αυτά ήξεραν το μέρος που ζούσαν και επέστρεψαν. Πήραν όλα τα ζώα του χωριού, δεν αφήσανε ούτε ένα ζευγάρι βόδια για να έχουμε να οργώσουμε. Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς τότε το ζευγάρι με τα βόδια. Χωρίς αυτά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Δεν άφησαν τίποτα. Πήραν και 10 ομήρους μαζί τους για να τους βοηθήσουν με τα ζώα. Δεν ήξεραν αυτοί από ζώα και ήθελαν κάποιον να τα μαζεύει. Βέβαια στην πορεία και αυτούς τους σκότωναν όσο περνούσαν οι μέρες και κάποιοι κατάφεραν να δραπετεύσουν.

Ό,τι βρήκαν το πήραν. Μας πήραν και όλο το λίπος από τα γουρούνια και δεν μπορούσαμε να μαγειρέψουμε. Μέχρι και αεροπλάνο κατέβασαν στην άκρη του χωριού για να φορτώσουν ό,τι βρήκαν. Τότε δεν είχαμε λάδι και το λίπος για εμάς ήταν πολύ σημαντικό. Είχαμε και ιατρείο στο χωριό και δεν άφησαν κι εκεί ούτε μια γάζα. Τους τραυματίες δεν ξέραμε τι να τους κάνουμε. Ευτυχώς που είχαμε ακόμη κάποιες προμήθειες και δεν πεινάσαμε. Δεν πεινάσαμε εμείς όπως στις πόλεις. Είχαμε προβλέψει και είχαμε κρύψει στα αμπριά τα τρόφιμα.

Από τη νύχτα εκείνη που έπιασαν όμηρο τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδαμε. Ούτε νέα του μάθαμε. Τον κλάψαμε, κάναμε και μνημόσυνο. Τον είχαμε για πεθαμένο. Και έρχεται ο Οκτώβρης και ένα βράδυ εμφανίζεται. Κι εμείς πιστεύαμε ότι ήταν φάντασμα. Εγώ για μία βδομάδα δεν πήγαινα κοντά του, φοβόμουν. Είχε δραπετεύσει αλλά κρυβόταν και δεν μπορούσε να έρθει επειδή οι δρόμοι φυλάγονταν καλά από τους Γερμανούς.

Είχαν έρθει και κάποια χρόνια νωρίτερα οι Ιταλοί αλλά δεν ήταν έτσι. Οι Ιταλοί όταν ήρθαν στο χωριό μας δεν σκότωσαν κανέναν απλά χτύπησαν μερικούς. Δεν ήταν τόσο άγριοι όσο οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Παντού εκτελούσαν κόσμο. Σκότωναν για αντίποινα.

Εδώ στα Χάσια κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό μας ενημέρωναν όταν έρχονταν οι Γερμανοί. Το ποτάμι μας έσωσε. Μέχρι να το περάσουν εμείς προλαβαίναμε να φύγουμε. Το ποτάμι κι αυτό το δάσος το πυκνό. Αν δεν ήταν αυτά τα δύο εμείς τώρα θα ήμασταν σκοτωμένοι».

 

Κείμενα-Επιμέλεια: Παναγιώτα Μωυσιάδου

 

Εικόνες