Κωνσταντίνος Παρθένης

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους. Η συμβολή του όμως δεν περιορίζεται μόνο στο έργο που δημιούργησε ο ίδιος αλλά ακόμη περισσότερο στους ζωγράφους που δίδαξε και μύησε σε αυτή την τέχνη. Αντλεί τα θέματά του από τη θρησκεία, τη μυθολογία, αλλά επηρεάζεται και από το ελληνικό τοπίο. Εμπνεύστηκε από τη βυζαντινή τέχνη, τον ιμπρεσιονισμό, τον συμβολισμό και την Art Nouveau, και δημιούργησε το δικό του ξεχωριστό αποτύπωμα στην εγχώρια ζωγραφική τέχνη.

Γεννήθηκε το 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας και η μητέρα του Ιταλίδα. Για εκείνα τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνωρίζουμε πολλές πληροφορίες, παρά μόνο ότι πήρε άριστη μόρφωση και διδάχτηκε αρκετές ξένες γλώσσες. Είναι πολύ πιθανό στην Αίγυπτο να πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, που τον οδήγησαν το 1895 στην Βιέννη, όπου φοίτησε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και έπειτα στο Ωδείο.

Το 1903 έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στη Διεθνή Έκθεση Αθηνών, όπου κερδίζει και το αργυρό μετάλλιο. Παραμένει για κάποια χρόνια στη χώρα ταξιδεύοντας στην επαρχία, αντλώντας έμπνευση για το έργο του και αγιογραφώντας εκκλησίες. Σε ένα από τα ταξίδια του γνωρίζει την Ιουλία Βαλσαμάκη, που προέρχεται από πολιτική οικογένεια της Κεφαλλονιάς, και παντρεύονται το 1909. Αμέσως μετά μετακομίζουν στο Παρίσι όπου ο Τσαρούχης αφιερώνεται στην τέχνη του. Γνωρίζει σημαντικούς ζωγράφους και παίρνει μέρος σε διάφορες εκθέσεις. Στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1910 το έργο του Πλαγιά βραβεύεται.

Η σύντομη αυτή περίοδος λήγει όταν η σύζυγός του εκφράζει την επιθυμία της να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαθίστανται στην Κέρκυρα και το 1917 στην Αθήνα. Ο Τσαρούχης παίρνει την ελληνική ιθαγένεια και αποκτά στενές σχέσεις με την κυβέρνηση Βενιζέλου. Ο πολιτικός στηρίζει τον ζωγράφο, πράγμα που η καλλιτεχνική κοινότητα δεν βλέπει με καλό μάτι. Το 1920 πραγματοποιεί ατομική έκθεση των έργων του στο Ζάππειο και ο Βενιζέλος του απονέμει το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών σε τελετή στην Ακαδημία Αθηνών, κίνηση που προκαλεί θύελλα αντιδράσεων, καθώς υπάρχουν σαφείς υπόνοιες στους ακαδημαϊκούς κύκλους για μεροληψία. Μερικά χρόνια αργότερα το έργο του αναγνωρίζεται στο εξωτερικό. Στη Διεθνή Έκθεση Παρισιού (1937) τιμάται με το χρυσό βραβείο για το έργο του Η μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες, ενώ το 1938 σε αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε στην Μπιενάλε Βενετίας το Μουσείο της Βενετίας αγοράζει το έργο του Ευαγγελισμός.

Από το 1923 προσπαθεί να περιληφθεί στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής Καλών Τεχνών όμως η υποψηφιότητά του δεν γίνεται δεκτή. Το 1929 με προεδρικό διάταγμα του Παπαναστασίου διορίζεται καθηγητής στη σχολή Καλών Τεχνών, κίνηση που θα προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια των συναδέλφων του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του αντιμετωπίζεται εχθρικά, όμως ανάμεσα στους μαθητές του είναι ιδιαίτερα δημοφιλής. Το κλίμα αυτό τον βαραίνει και το 1947 αποφασίζει να παραιτηθεί. Σταδιακά αποτραβιέται στην κατοικία του, όπου χάνει την επαφή με τον έξω κόσμο.

Έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 1967. Τιμήθηκε με τις ύψιστες διακρίσεις: Παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλέως Γεωργίου Α’ (1954) και Παράσημο του Χρυσού Ταξιάρχη του Φοίνικος (1965).

Εικόνες