Λαογραφικό Μουσείο Καλόξυλου: Μια βουτιά στο παρελθόν της Νάξου

Ο Φλώριος Χωριανόπουλος μας μιλάει για την ιστορία του Λαογραφικού Μουσείου Καλόξυλου και μας αφηγείται τις ιστορίες των εκθεμάτων του. Ιστορίες που αναλαμβάνει ο ίδος να φέρει στο φως, αναπαλαιώνοντας με φροντίδα και μεράκι αντικείμενα που για άλλους θα ήταν απλά σκουπίδια. Η δουλειά του -πρόσφατα αναγνωρισμένη από την Unesco Πειραιώς και Νήσων-International Action Art- αντανακλά την αγάπη του για την παράδοση και τον σεβασμό του στην ιστορία. Στον πυρήνα όλων είναι η δημιουργία, που του δίνει δύναμη και ελπίδα για το μέλλον.

Πώς σκεφτήκατε να δημιουργήσετε το Λαογραφικό Μουσείο Καλόξυλου;

Πριν από είκοσι χρόνια περίπου, με τον συνεργάτη μου τον Δημήτρη τον Μανωλά που τώρα έχει φύγει από τη ζωή και ήταν πολύ φίλος μου, ξεκινήσαμε να φτιάξουμε το σπίτι του παππού μου στο χωριό, στον Καλόξυλο. Ξεκινώντας να αναπαλαιώνουμε το κτίριο με προσωπική εργασία –και βρίσκοντας παλιά αντικείμενα μέσα στον χώρο- γεννήθηκε η ιδέα του Λαογραφικού Μουσείου. Είπαμε σαν ιδέα να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Εγώ ήθελα να φτιάξουμε στημένα και εντελώς λειτουργικά τα παλιά επαγγέλματα. Μπήκα στη συντήρηση γρήγορα, επειδή γνώριζα κάποια πράγματα από παλιότερα γιατί ασχολούμουν από μεράκι. Εξελίχθηκα ειδικά στο αντικείμενο και στη συλλογή και ξεκινήσαμε σιγά σιγά να φτιάχνουμε τομείς.

Έτσι ξεκινήσαμε, περνώντας πολλές δυσκολίες. Δεν υπήρχε κάποια βοήθεια, παρόλο που κάναμε πολλές προσπάθειες να βρούμε. Ακόμη είναι δύσκολο το θέμα αυτό. Το να βρει κάποιος πόρους να το συντηρήσει. Τώρα πια βέβαια –από το 2021- είμαστε υπό την αιγίδα της Unesco Πειραιώς και Νήσων-International Action Art και είναι διαφορετικά τα πράγματα. Έχει αναγνωριστεί η δουλειά τόσων χρόνων και είναι πολύ σημαντικό αυτό.

Πόσα χρόνια χρειάστηκαν για να το στήσετε;

Χρειάστηκαν 20 χρόνια αδιάκοπης εργασίας, γιατί στην ουσία ακόμη το στήνω. Ατελείωτες ώρες. Ο κόπος δεν μετριέται. Ξεκίνησα να φανταστείτε όταν ήμουν 16 χρόνων. Η πληρωμή μας, η ανταμοιβή μας ήταν το αποτέλεσμα. Όταν μετά από τόσες ώρες δουλειάς βλέπαμε κάτι να στήνεται ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση για εμάς. Δεν κοιτάξαμε το οικονομικό. Κοιτάξαμε το όραμά μας. Αυτό που είχαμε μέσα στο μυαλό μας να το κάνουμε πράξη. Έτσι, καταφέραμε με τα χρόνια να δεχόμαστε επισκέπτες και σχολεία και να τους δείχνουμε αυτά που έχουμε φτιάξει. Έχουμε επίσης μια βιβλιοθήκη η οποία παρέχει σημαντικό υλικό σε μαθητές και φοιτητές. Εμείς θέλουμε να έχουμε ένα μουσείο ανοιχτό για όλους. Θέλουμε το μουσείο να αλληλεπιδρά με τους επισκέπτες.

Ποια είναι τα αντικείμενα που εκτίθενται στο μουσείο;

Ξεκινήσαμε με αντικείμενα που συλλέξαμε από τη Νάξο σχετικά με τα παλιά επαγγέλματα.Τα παλιά επαγγέλματα όμως στημένα και πλήρως λειτουργικά. Ο επισκέπτης θα δει δηλαδή μέσα στο μουσείο ένα ολόκληρο παντοπωλείο, ένα σχοινάδικο που ανήκε στην οικογένεια του Ποσάτζη από το 1850 και έφτιαχναν σχοινιά με τις τρίχες από τις κατσίκες και τα πρόβατα, έναν αργαλειό που είναι 5 μέτρα, σπάνια εργαλεία, όλο τον εξοπλισμό του τσαγκάρη, του μαραγκού, του μελισσοκόμου και άλλων επαγγελματιών.

Μετά επεκταθήκαμε σε άλλα μέρη των Κυκλάδων. Στη συνέχεια αναπτύξαμε τη συλλογή μας σχετικά με ιστορικές περιόδους της χώρας μας. Για παράδειγμα τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Θα δούμε κάποιες στολές και κάποια αντικείμενα που υπήρχαν στο νησί. Επίσης έχουμε αφιέρωμα και στη Σοφία Βέμπο και κάθε 28η Οκτωβρίου βγαίνουν στο φως όλα αυτά τα κειμήλια και μπορούν να τα δουν οι επισκέπτες. Το γραμμόφωνο και το μουσικό τμήμα παίζουν τα τραγούδια της, οπότε βάζω το μουσείο στο κλίμα εκείνης της εποχής. Θέλω να περάσω στον επισκέπτη το βίωμα. Αυτό που θα τον κάνει να νιώσει μέρος της παλιάς εποχής. Θέλω να τον κάνω να σκεφτεί, να καταλάβει τι έγινε τότε. Γιατί, γνωρίζοντας το παρελθόν, ίσως βρει λύσεις για το μέλλον ή, βλέποντας τα λάθη που έγιναν, να προσπαθήσει να μην τα επαναλάβει στο μέλλον.

Επίσης έχουμε αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ακόμη και παλιά παιχνίδια από τη δική μου εποχή και από παλαιότερη. Ας πούμε έχουμε το κουμπί, τα κότσια, τους βόλους, τη ροκάνα, τη σβούρα, τα μολυβένια στρατιωτάκια, τα τσίγκινα παιχνίδια. Οι μεγάλοι επισκέπτες κατακλύζονται από αναμνήσεις και τα μικρά παιδιά ξαφνιάζονται με το πόσο απλά ήταν παλιότερα τα παιχνίδια.

Από πού συλλέξατε όλα αυτά τα αντικείμενα;

Το μουσείο έχει αντικείμενα που χρονολογούνται από τα τέλη του 1790 και είναι εξαιρετικά σπάνια. Ξεκινήσαμε να συλλέγουμε τα παλιά αντικείμενα από τους παππούδες της περιοχής που δεν τα πετούσαν και τα φυλούσαν στις αποθήκες. Έτσι μαζέψαμε το πρώτο υλικό. Μετά αρχίσανε πολλοί άνθρωποι να κάνουν δωρεές από όλο το νησί. Από το χωριό μου με βοήθησαν πολλοί. Πρόλαβα εν ζωή άτομα που είχαν χειριστεί αυτά τα εργαλεία των παλιών επαγγελμάτων και μου έδειξαν πώς χρησιμοποιούνταν ή πώς ήταν φτιαγμένα. Με μεταφέρανε κάπως στην εποχή εκείνη. Αυτό που δεν έζησα εγώ το έζησα μέσω αυτών. Το έκανα βίωμα. Αναζητήσαμε σε διάφορα μέρη και νησιά αντικείμενα. Μέχρι και από τα σκουπίδια μαζέψαμε. Πηγαίναμε σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και βρίσκαμε θησαυρούς. Τα σώζαμε, τα συντηρούσαμε για να εκτεθούν μαζί με τα άλλα. Αυτή τη στιγμή στο μουσείο υπάρχουν γύρω στα 30.000 αντικείμενα και περίπου άλλα τόσα που φυλάσσονται σε αποθήκες γιατί υπάρχει έλλειψη χώρου.

Πώς ένα αντικείμενο από την εύρεσή του καταλήγει να γίνει έκθεμα του μουσείου; Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε;

Όταν βρίσκουμε ένα αντικείμενο άλλοτε είναι σε καλή κατάσταση κι άλλοτε είναι σε πολύ κακή κατάσταση. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι το πώς πρέπει να το συντηρήσουμε για να μην αλλοιώσουμε κάποια χαρακτηριστικά ή να το συντηρήσουμε για να το σώσουμε από τη φθορά. Υπάρχουν κάποια προϊόντα με τα οποία μπορούμε να βγάλουμε τη σκουριά, να σώσουμε τον παλιό χρωματισμό, κάποια τμήματα που είναι σάπια ή σαρακοφαγωμένα τα αλλάζουμε με το ίδιο ξύλο, με την ελάχιστη δυνατή επέμβαση, που δεν θα είναι στο μάτι ξένη. Μελετάω την ιστορία κάθε αντικειμένου, το εργοστάσιο, τους τύπους. Διαβάζω πολύ για κάθε αντικείμενο, για τη χρήση του, την ιστορία του. Άλλα χρειάζονται περισσότερη δουλειά και άλλα λιγότερη. Διαβάζοντας λοιπόν και μαθαίνοντας την ιστορία ενός αντικειμένου καταλαβαίνω πώς μπορώ να το συντηρήσω καλύτερα. Και βέβαια να είναι λειτουργικό για να το δει κάποιος ας πούμε εν ώρα εργασίας. Η δουλειά μου είναι σαν παζλ. Βρίσκω τα κομμάτια, τα συντηρώ, τα ενώνω για να τα ολοκληρώνω και να τα φέρνω σε λειτουργική μορφή.

Πείτε μας λίγα λόγια για το φεστιβάλ που διοργανώνετε;

Περισσότερο θα έλεγα ότι είναι μέρες πολιτισμού, πολιτιστικών εκδηλώσεων, παρά φεστιβάλ.  Θα γίνει στις 15, 16 και 17 Ιουλίου στον Καλόξυλο της Νάξου. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό. Θα συμμετέχει και η Θεατρική Ομάδα Νάξου. Ο σκοπός μας είναι να βγάλουμε όλο το μουσείο στον δρόμο. Όλο το χωριό να γίνει ένα υπαίθριο μουσείο, όπου άνθρωποι ντυμένοι με την ενδυμασία του κάθε επαγγελματία εκείνης της εποχής και την τεχνογνωσία θα λειτουργούν τα εργαλεία και τις μηχανές των παλιών επαγγελμάτων –τα πιστά αντίγραφα που έχω φτιάξει γι’ αυτόν τον σκοπό- και θα δείχνουν πώς έφτιαχναν για παράδειγμα τα παπούτσια, τα σχοινιά, τα υφάσματα, τα βιβλία. Οι επισκέπτες θα δουν τον φωτογράφο, την πλύστρα, τον παγωτατζή, τον καφετζή, τον καστανά. Τα παλιά επαγγέλματα θα ζωντανέψουν. Επίσης θα έχουμε καραγκιοζοπαίκτη, τον Κωνσταντίνο τον Ντούμπα και την τελευταία μέρα θα έχουμε συναυλία με τους Δρογώση, Φάμελο και Τσάκαλο. Θα κάνουμε κυνήγι κρυμμένου θησαυρού αλλά και μία βραδιά με βεγγέρα, δηλαδή με παρεϊστικο τραγούδι. Ο Καλόξυλος είναι το ιδανικό μέρος για να γίνουν αυτά γιατί κάθε γωνιά του χωριού είναι σαν να βλέπεις ένα στημένο κινηματογραφικό σκηνικό. Ο Γιώργος ο Καμβίσης είναι η ψυχή του φεστιβάλ και ο Γιάννης ο Παπαδάκος έκανε τη διαφημιστική κάλυψη.  

Το Λαογραφικό Μουσείο Καλόξυλου είναι το μεγαλύτερο λαογραφικό μουσείο των Κυκλάδων. Πώς αισθάνεστε που το έχετε δημιουργήσει εσείς;

Δεν στέκομαι σε έναν τίτλο. Κάθε μουσείο που υπάρχει είναι ένας φάρος πολιτισμού. Δεν παίζει ρόλο πόσο μεγάλο είναι. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να γίνει γνωστό, για να μπορέσουν να έρθουν οι άνθρωποι σε επαφή με το παρελθόν τους. Να μάθουν, να κρίνουν, να αναρωτηθούν, γιατί η εφευρετικότητα των παλιών είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Εγώ είμαι η φωνή των πραγμάτων που αναπαλαιώνω. Λέω την ιστορία τους, δείχνω την ιστορία τους.

Εμένα το μουσείο είναι η ζωή μου. Το καλοκαίρι αφήνω το σπίτι μου και κοιμάμαι σε έναν καναπέ στο μουσείο για να μπορώ να ξεναγώ τους επισκέπτες. Νιώθω ότι εκεί μέσα δημιουργώ. Δημιουργώ αντικείμενα και πολιτισμό και αυτό με κάνει να αισθάνομαι δυνατός και αισιόδοξος για το μέλλον. Χαίρομαι πολύ που ο κόσμος το έχει αγκαλιάσει και το έχει αγαπήσει.

Κείμενα-Διενέργεια συνέντευξης: Παναγιώτα Μωυσιάδου

 

Εικόνες