Νίκος Ξυλούρης

Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν τραγουδιστής και λυράρης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της παραδοσιακής κρητικής μουσικής. Χαρακτηρίστηκε και ως Αρχάγγελος της Κρήτης γιατί, χάρη στη συμβολή του, η παραδοσιακή μουσική της Κρήτης διασώθηκε και έγινε γνωστή ακόμη και έξω από τα σύνορα της Ελλάδας. 

Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου. Μετά την επέλαση των Γερμανών το χωριό βιώνει τη φτώχεια και την καταστροφή. Η πρώτη του επαφή με τη λύρα γίνεται μέσω ενός συγγενή του που τον βλέπει να παίζει και να τραγουδάει. Αμέσως αντιλαμβάνεται ότι θέλει κι ο ίδιος να μάθει να παίζει λύρα. Με την υποστήριξη του δασκάλου του στη μουσική πείθει τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα. Στη συνέχεια σταματάει το σχολείο σε ηλικία 10 ετών και αφιερώνεται στη μουσική. Γράφει μαντινάδες και κερδίζει το χαρτζιλίκι του παίζοντας σε γάμους και πανηγύρια

Σε ηλικία 17 χρονών εγκαθίσταται στο Ηράκλειο της Κρήτης και πιάνει δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Κάστρο». Τα λιγοστά χρήματα που παίρνει και ο σκληρός ανταγωνισμός από τις σύγχρονες μουσικές που επικρατούν (βαλς, τάνγκο, ρούμπα) δεν είναι ικανά να κάμψουν το ηθικό του. Συνεχίζει ακάθεκτος και ανεπηρέαστος να υπηρετεί τη μουσική που αγαπά και έχει βάλει σκοπό της ζωής του να την κάνει γνωστή σε όλο τον κόσμο. Τον Μάιο του 1958 παντρεύεται την Ουρανία Μελαμπιανάκη με την οποία αποκτά 2 παιδιά. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο Μια μαυροφόρα που περνά με την εταιρεία της Odeon. Θα ακολουθήσουν κι άλλοι δίσκοι που τον κάνουν γνωστό στο ευρύτερο κοινό.

Το σημαντικότερο γεγονός όμως που θα τον βοηθήσει να βγει από την αφάνεια και να αποκτήσει το δικό του ισχυρό αποτύπωμα στη μουσική σκηνή της χώρας είναι η συμμετοχή του στoν διαγωνισμό παραδοσιακής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας το 1966. Εκεί, κερδίζει το πρώτο βραβείο παίζοντας συρτάκι με τη λύρα του. Το βραβείο αυτό, όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, αποτελεί το εισιτήριο για να ξεκινήσουν πολλές σημαντικές συνεργασίες, μία εκ των οποίων είναι με τον Νίκο Μαρκόπουλο. Ηχογραφεί τους δίσκους Χρονικό και Ριζίτικα, που βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. 

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας η φωνή του ταυτίζεται με την αντίσταση, με τα τραγούδια Πότε θα κάνει ξαστεριά και Αγρίμια κι αγριμάκια μου. Ακολουθούν συνεργασίες με τους Ξαρχάκο, Χάλαρη και Λεοντή. Το 1973 μάλιστα συμμετέχει στην παράσταση Το μεγάλο μας τσίρκο που ανεβαίνει στο θέατρο Αθήναιον, έχοντας τον ρόλο του μουσικού. Η Δικτατορία λογοκρίνει τα τραγούδια του και κλείνει το μαγαζί που εμφανίζεται. Συμμετέχει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και με τη φωνή και τα τραγούδια του εμψυχώνει τους φοιτητές. Τα Πότε θα κάνει ξαστεριά και Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί αποτελούν ύμνους για την ελευθερία που ποθούν οι καταπιεσμένοι πολίτες. 

Κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ηχογραφεί τα Αντιπολεμικά, κάποια μελοποιημένα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη και μερικά λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Σύντομα όμως επιστρέφει στη μουσική της Κρήτης με τα τραγούδια Φιλεντέμ, Μεσοπέλαγα αρμενίζω, Πραματευτή κ.ά. 

Το 1979, και ενώ βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, διαγιγνώσκεται με καρκίνο. Δυστυχώς η ασθένειά του είναι πολύ επιθετική και έναn χρόνο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1980, αφήνει την τελευταία του πνοή στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά.

Η σχεδόν ασκητική μορφή του, η ευγένεια και η δύναμη της ψυχής του, η αγάπη του για την παραδοσιακή μουσική της πατρίδας του και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του καθιστούν τον Ξυλούρη μία από τις εξέχουσες μορφές του κρητικού παραδοσιακού τραγουδιού.

 

Εικόνες