«Το ποδόσφαιρο, ο τζόγος και οι γυναίκες ήταν το τρίπτυχο της Δικτατορίας»

Η μακριά κι εξουθενωτική επταετής Δικτατορία, με τους αμέτρητους περιορισμούς και τις στερήσεις θεμελιωδών ελευθεριών από τους απλούς πολίτες, διαμόρφωσε μια ζοφερή καθημερινότητα, γεμάτη φόβο και καχυποψία για όλους τους ανθρώπους. Αυτή την καθημερινότητα μας περιέγραψε ο κύριος Δημήτριος Κοσμίδης, συνταξιούχος της ΔΕΗ, που την έζησε ως μαθητής κι έπειτα φοιτητής.

«Την πρώτη ημέρα που πήγα στο σχολείο ο θεολόγος μας είπε ότι πέσαμε σε χειρότερη Δικτατορία από τη Δικτατορία του Μεταξά. Έκτοτε αυτόν τον καθηγητή δεν τον ξαναείδαμε. Δεν ξέρουμε τι έγινε με αυτόν. Τότε ήμουν Β’ Γυμνασίου. Μας έδιωξαν νωρίς εκείνη την ημέρα από το σχολείο. Επιστρέφοντας στο χωριό –το χωριό μου είναι το Καρυοχώρι Πτολεμαΐδας- είδα τα ΡΕΟ, κάτι ψηλά στρατιωτικά αυτοκίνητα, να παίρνουν έναν γείτονά μας ο οποίος είχε πρόβλημα με το πόδι του. Το ένα το πόδι του δεν μπορούσε να το λυγίσει, στο γόνατο. Και είχαν βάλει το σταθερό πόδι πάνω στο σκαλοπάτι του ΡΕΟ και από πίσω τον έσπρωχναν οι φαντάροι για να τον βάλουν μέσα, διότι ήταν αριστερών πεποιθήσεων. Αυτό που είδα μου δημιούργησε φόβο. Αναρωτιόμουν γιατί τον έπαιρναν αυτόν τον κουτσό άνθρωπο και πού τον πάνε. Τον έστειλαν εξορία και αργότερα μάθαμε πως υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση ότι αποκήρυξε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, ότι απαρνήθηκε την ιδεολογία του, γιατί τα παιδιά του ήταν πάρα πολύ μικρά και έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό να βοηθήσει τη γυναίκα του. Κι έτσι έγινε και επέστρεψε. Μετά από χρόνια είπε ότι μετάνιωσε που απαρνήθηκε τα πιστεύω του. Εγώ τότε ήμουν 16 χρόνων και αυτό που είδα καθόρισε την μετέπειτα στάση μου απέναντι στην πολιτική.

 Εκείνη την πρώτη μέρα ακούσαμε στο ράδιο ότι απαγορευόταν να κυκλοφορούν έξω πάνω από 3 άτομα μαζί. Επειδή ζούσα σε επαρχία, σε μια βιομηχανική περιοχή, εκείνο που φοβόντουσαν ήταν οι διαδηλώσεις, οι συγκεντρώσεις και οι απαιτήσεις των εργαζομένων. Αυτό το πρόσεχαν πολύ και το παρακολουθούσαν. Όπως παρακολουθούσαν και την κάθε κίνηση κάθε ανθρώπου. Γινόντουσαν και πολλές συλλήψεις. Δεν συλλαμβάνανε μόνο τους αριστερούς, συλλαμβάνανε οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από εκείνους.

Στο σχολείο έδιωξαν και έναν μαθηματικό και έναν θεολόγο. Τον έναν τον έδιωξαν για τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τον άλλον γιατί είπαν ότι δεν έκανε σωστά το μάθημά του. Οι καθηγητές έπρεπε να συμβιβαστούν αλλιώς τους αντικαθιστούσαν με άλλους. Έπρεπε να είναι φιλικά προσκείμενοι στην εξουσία. Άλλαξαν και άλλα πράγματα στο σχολείο. Για παράδειγμα όταν τελείωσα εγώ το σχολείο ήταν μεικτό. Μετά το άλλαξαν, το έκαναν αρρένων και θηλέων, το ’70 περίπου. Δεν επιτρεπόταν να φοράμε τίποτα κόκκινο πάνω μας και τα μαλλιά μας έπρεπε να είναι πάντα κοντοκουρεμένα. Σαν παιδιά δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη μεγάλη διαφορά και τι σημαίνει να μην μπορείς να διεκδικήσεις τα δικαιώματά σου. Υπήρχαν παντού αστυνομικοί με γυαλιά μαύρα σε κάθε γωνία, σε κάθε κεντρικό σημείο. Φορούσαν καμπαρντίνα μακριά, με το πέτο το ψηλό και καπέλο μαύρο. Φοβόσουν όταν τους έβλεπες. Ένιωθες ότι κάποιος σε παρακολουθεί διαρκώς.

Εκείνη την εποχή γινόντουσαν ενημερώσεις περί «Επαναστάσεως» -έτσι έλεγαν αυτοί την κυβέρνηση της Δικτατορίας. Κάποιες μέρες του μήνα ερχόταν στο σχολείο κάποιος αστυνομικός ή στρατιωτικός και μας έκανε ενημερώσεις. Μας μιλούσαν για τα επιτεύγματα της Δικτατορίας. Το πόσο πολλά πράγματα προσέφεραν στον λαό και τέτοια. Μια φορά που είχε έρθει ένας αξιωματικός να μας ενημερώσει. Μας είπε ο Πρόεδρος του χωριού ότι οι μαθητές θα έπρεπε την Κυριακή, μετά την εκκλησία, να παρακολουθήσουμε τη συγκέντρωση που θα οργάνωνε ένας αξιωματικός του στρατού. Εγώ του είπα ότι εκείνη την ημέρα θα περιφράζαμε το οικόπεδο και δεν θα μπορούσα να πάω στη συγκέντρωση. Γιατί έπρεπε να παρακολουθήσω και εκκλησία επειδή η εκκλησία ήταν υποχρεωτική. Έπρεπε να πάρουμε οι μαθητές σφραγίδα από τον  παπά ότι παρακολουθήσαμε την εκκλησία για να το δείξουμε την επόμενη ημέρα στο σχολείο. Μετά την εκκλησία έκανα τη δουλειά με τον πατέρα μου και γύρω στις 12 η ώρα τελειώσαμε. Εκείνη την ώρα πήγα στο καφενείο και ανοίγοντας την πόρτα για να μπω μέσα, την έσπρωξα κάπως αδέξια και χτύπησε πολύ δυνατά. Όταν πήγα και κάθισα κάποιος φίλος μου είπε ότι ο Πρόεδρος εκείνη τη στιγμή έκανε κάποιες γκριμάτσες επειδή χτύπησα δυνατά την πόρτα. Εγώ του είπα του φίλου μου ότι αυτό έγινε κατά λάθος. Μια παρέα έπαιζε  χαρτιά εκείνη την ώρα και εμείς καθόμασταν και τους παρακολουθούσαμε. Ο Πρόεδρος κερνούσε τον αξιωματικό που είχε κάνει την ενημέρωση. Όταν έφυγε ο αξιωματικός τότε ο Πρόεδρος απευθύνθηκε σε εμένα και μου είπε ότι η συμπεριφορά μου ήταν απαράδεκτη, ότι δεν έπρεπε να χτυπήσω την πόρτα και ότι ήξερε από ποια οικογένεια ήμουν. Και τα έλεγε όλα αυτά με τόνο απειλητικό. Τότε εγώ εκνευρισμένος του απάντησα ότι «Εγώ ψηλά καπέλα δεν…». Δεν με ενδιαφέρουν δηλαδή τα ψηλά καπέλα. Αυτός σκέφτηκε ό,τι αισχρό μπορεί να φανταστείς. Εγώ ήμουν πολύ θυμωμένος. Με ενοχλούσε που απευθυνόταν με αυτόν τον τρόπο σε εμένα. Θίχτηκα.

Την επόμενη μέρα στο σχολείο έρχεται η αστυνομία, με παίρνει και με πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα. Με πήγαν στο γραφείο του διευθυντή και περίμενα απ’ έξω. Σε αυτό το χρονικό διάστημα ήρθε μια συμμαθήτριά μου η οποία ήταν η κόρη του διευθυντή της αστυνομίας, εγώ όμως δεν το γνώριζα. Και με ρωτάει «Γιατί είσαι εδώ;» και της είπα. Μου λέει « Ο διευθυντής είναι ο πατέρας μου». Πριν μπω εγώ μπήκε η κόρη του, βγήκε και μετά μπήκα εγώ. Με το που μπήκα εγώ με ρώτησε το όνομά μου και με ρώτησε τι έγινε στο καφενείο. Του εξήγησα τι έγινε κι ότι εγώ δεν αναφερόμουν στον αξιωματικό αλλά στον Πρόεδρο σαν επιφανές πρόσωπο, που αυτό που είναι το στηρίζει στην εξουσία του. Ο διευθυντής μου είπε να φύγω –πιστεύω ότι τον είχε επηρεάσει και η κόρη του- αλλά μου τόνισε ότι ο Πρόεδρος είναι πράγματι ένα σεβαστό πρόσωπο της κοινωνίας και θα πρέπει να τον σεβόμαστε. Δεν ξέρω τι άλλες επιπτώσεις θα μπορούσα να έχω αν δεν ήταν εκεί η κόρη του αλλά τέλος πάντων γλίτωσα.

Αργότερα έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Μικρό Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη και πήγα να μείνω εκεί.  Εκεί τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Απαγορευόταν η κυκλοφορία μετά τις 9. Υπήρχαν κάποιες διαδηλώσεις. Μια φορά έτυχα συμπτωματικά σε μια διαδήλωση κάποιων εργατών. Το καθεστώς ήθελε να κλείσει το εργοστάσιο που δούλευαν κι αυτοί διαδήλωναν. Εκεί διαπίστωσα το ξύλο που έπεφτε από την αστυνομία. Όποιους τους πετύχαιναν περιφερειακά της πορείας τους έριχναν πολύ ξύλο. Αυτό με έκανε να αισθανθώ ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα φανταζόμουν, όπως ήταν στο χωριό μου. Η κατάσταση στην πόλη ήταν διαφορετική. Η αστυνομία ήταν ακόμη περισσότερη. Αυτοί που παρακολουθούσαν με τις καμπαρντίνες. Έβλεπες την παρακολούθηση, την ένιωθες κάθε στιγμή της ημέρας και αυτό ήταν δύσκολο. Προσέχαμε τα πάντα. Πού πηγαίναμε, τι λέγαμε, με ποιον συναναστρεφόμασταν. Μετά τα γεγονότα της Νομικής τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα στη Θεσσαλονίκη. Ήρθε πολλή αστυνομία από την Αθήνα και μαζευόταν κυρίως γύρω από τα πανεπιστήμια. Στο Μικρό Πολυτεχνείο που σπούδαζα εγώ δεν έγινε κάποια εξέγερση, γιατί είχαμε παρά πολλούς αστυνομικούς οι οποίοι σπούδαζαν. Δεν ξέρω πώς ήρθαν εκεί, αν σπούδαζαν στην πραγματικότητα ή απλά ήταν με πολιτικά και έλεγαν ότι σπούδαζαν για να μας παρακολουθούν, αλλά ξέραμε ότι υπήρχαν αρκετοί αστυνομικοί με πολιτικά και αυτό μας εμπόδιζε από το να οργανωθούμε.

Ως επί το πλείστων ασχολούμασταν με το ποδόσφαιρο. Η έξοδός μας ήταν το καφενείο και το ποδόσφαιρο για να εκτονωθούμε. Πολιτιστικές δραστηριότητες δεν θυμάμαι να γινόντουσαν. Μόνο κάποιες ομάδες προσκόπων που έκαναν μερικά πράγματα. Στο καφενείο παίζαμε τάβλι, χαρτιά και μιλούσαμε για το ποδόσφαιρο. Μιλούσαμε πάντα για ποδόσφαιρο, τζόγο και γυναίκες. Αυτό ήταν το τρίπτυχο της Δικτατορίας. Μόνο για αυτά μπορούσαμε να μιλήσουμε. Ποτέ δεν άκουγες πολιτικές συζητήσεις ή συζητήσεις που αφορούσαν τη δουλειά. Ήταν θέματα που δεν μπορούσες να τα συζητήσεις. Πρόσεχες τι έλεγες γιατί με το παραμικρό μπορούσες να βρεις τον μπελά σου. Υπήρχαν χαφιέδες παντού. Ήσουν πάντα συγκρατημένος ως προς την εκδήλωση κυρίως των πολιτικών σου πεποιθήσεων. Δεν συζητούσες με τον καθένα για αυτά τα θέματα. Κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει για αυτά. Φοβόμασταν ο ένας τον άλλον. Είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έπρεπε να του έχεις πολλή εμπιστοσύνη του άλλου και να ξέρεις ότι έχει τα ίδια πιστεύω με εσένα. Και αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το ανακαλύψεις γιατί όλοι φοβόντουσαν να εκδηλωθούν. Υπήρχε καχυποψία για τον καθένα. Μόνο αν κάποιον τον γνώριζες από παλιά ή είχατε κοινούς φίλους που ήταν άτομα εμπιστοσύνης, μόνο τότε ανοιγόσουν και πάλι με επιφύλαξη. Ο κύκλος των έμπιστων ατόμων ήταν πολύ μικρός. Υπήρχαν και οι παράνομες οργανώσεις αντίστασης αλλά έπρεπε εκείνες να σε προσεγγίσουν γιατί κανείς δεν ήξερε ποιοι ανήκαν σε αυτές. Αυτοί έκαναν έρευνα κι αν διαπίστωναν ότι κάποιος θα ήταν ικανός και πρόθυμος να ενταχθεί σε αυτές τον προσέγγιζαν.

Δεν μπορούσαμε να μάθουμε τότε τα πραγματικά γεγονότα που συμβαίναν. Μαθαίναμε στα κρυφά τα γεγονότα ό ένας με τον άλλον. Πόση αλήθεια και πόσο ψέμα είχαν αυτά που μας έλεγαν ποτέ δεν θα μάθουμε. Έκλεισαν εφημερίδες και άφησαν μόνο αυτές που ταυτίστηκαν με το σύστημα. Ούτε σύλλογοι επιτρεπόταν πέρα από τους προσκόπους. Όσοι υπήρχαν λειτουργούσαν παράνομα. Είχαμε στέρηση των προσωπικών ελευθεριών, δεν μπορούσες να διεκδικήσεις μια καλύτερη ζωή, δουλειά, εξέλιξη. Όλα αυτά ήταν απαγορευμένα. Δεν είχες δικαίωμα να θες κάτι καλύτερο από τη ζωή σου. Ζήσαμε μια περίοδο όπου ο κόσμος ήταν στενός και αποπνικτικός».

Συνέντευξη-Κείμενα: Παναγιώτα Μωυσιάδου

Εικόνες