«Αν τους ακολουθήσουμε δεν θα επιστρέψουμε ζωντανοί στις οικογένειές μας»

Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές και χαμένοι. Όλοι στο τέλος χάνουν. Επίσης όλοι αναγκάζονται να πολεμήσουν. Με κάθε τρόπο, με κάθε δύναμη. Όμως οι μεγαλύτεροι χαμένοι είναι τα παιδιά, που στερούνται την παιδική τους ηλικία και βίαια συμμετέχουν σε έναν πόλεμο που δεν έχουν επιλέξει και δεν είναι σε θέση να καταλάβουν.

Μια τέτοια ιστορία μας διηγήθηκε ο Μπάμπης Τρασανίδης. Την ιστορία του παππού του, που στην ηλικία των δεκατριών χρόνων πιάστηκε αιχμάλωτος των Γερμανών.

 

«Ο παππούς μου είχε το ίδιο όνομα με εμένα, Τρασανίδης Χαράλαμπος. Ο πατέρας του και η μητέρα του είχανε καταγωγή από τον Πόντο. Ο πατέρας του από το σημερινό Σεμπί Καραχισάρ -τότε λεγόταν Νικόπολη- και η μητέρα του από την περιοχή της Ματσούκας. Ήρθαν πρόσφυγες τότε με τον διωγμό και εγκαταστάθηκαν στα σύνορα του νομού Σερρών με τον νομό Κιλκίς, και παράλληλα ήταν κοντά και στο τριεθνές, δηλαδή στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και τα Σκόπια. Το χωριό αυτό λέγεται Ανατολή Σερρών. Αγροτική περιοχή. Ο πατέρας του ήταν ιερέας, δηλαδή ο προπάππος μου, και η μητέρα του ασχολούνταν με τα οικιακά. Ήταν τέσσερα αδέρφια. Ο παππούς μου ήταν ο μεγαλύτερος. Είχε επίσης ακόμη δύο αδερφούς και μία αδερφή. Τα παιδιά το καλοκαίρι ασχολούνταν με τα χωράφια - καπνά καλλιεργούσαν απ’ ό,τι μου ‘χει πει, όπως και όλο το χωριό. Οι κάτοικοι ήταν αγρότες κυρίως και από αυτό ζούσαν. Ο προπάππος μου δεν είχε κάποιον μισθό ως ιερέας, δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο, κι έτσι βοηθούσε κι εκείνος στα χωράφια.

Έφτασαν όμως δύσκολα χρόνια. Το 1941 ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί τότε, 6 Απριλίου που ξεκίνησε η επιχείρηση Μαρίτα, εισέβαλαν από τον Στρυμόνα. Ο Στρυμόνας απέχει γύρω στα 20 με 25 χιλιόμετρα από το χωριό μου, εκεί που είναι και το οχυρό Ρούπελ δηλαδή. Μετά τη συνθηκολόγηση, προς τα τέλη Απριλίου, κατέλαβαν τη γύρω περιοχή. Μέχρι και τη Ροδόπολη υπήρχε η Γερμανική κατοχή. Από κει και πέρα, μέχρι την Κομοτηνή, ήταν Βουλγαρική κατοχή. Οπότε στο χωριό εγκαταστάθηκαν Γερμανοί.

Όταν εγκαταστάθηκαν εκεί οι Γερμανοί δεν είχαν πειράξει κανέναν, αλλά και κανένας δεν είχε αντισταθεί. Τους κατοίκους του χωριού τους ενδιέφερε πώς να βιοποριστούν. Επειδή ήταν η αρχή της Κατοχής δεν είχαν οργανώσει ακόμη την Αντίσταση. Πρώτα από όλα τους ένοιαζε πώς θα επιβιώσουν. Εκείνο το καλοκαίρι του 1941 για κάποιον λόγο οι Γερμανοί πήραν τον παππού μου που ήταν τότε 13 χρόνων και ακόμη δύο αγόρια που ήταν 12 και 10 ετών, πήρανε τα τρία αυτά παιδιά –δεν ξέρω με ποια κριτήρια τα διάλεξαν, δεν μου εξήγησε ποτέ και δεν ξέρω αν υπήρχαν κι άλλα παιδιά νωρίτερα ή αργότερα που να είχαν συλληφθεί από τους Γερμανούς. Εμένα μου ανέφερε μόνο για αυτά τα τρία παιδιά. Έτυχε να είναι ο μεγαλύτερος. Απέναντι από το χωριό μου είναι το όρος Μπέλες. Έχει γύρω στα 1800 με 2000 μέτρα υψόμετρο. Το όρος Μπέλες είναι το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία και στα Σκόπια.

Συλλάβανε λοιπόν οι Γερμανοί αυτά τα τρία παιδιά -δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν πήραν μεγαλύτερης ηλικίας άτομα- ώστε να τους βοηθήσουν να μεταφέρουν πολεμοφόδια μέχρι το βουνό και από εκεί να περάσουν στη Βουλγαρία. Πιθανόν να ήθελαν να ενισχύσουν άλλες περιοχές κατεχόμενες. Ένα πρωινό τους μάζεψαν οι Γερμανοί με τη βία, τους έβαλαν να κουβαλάνε βαρύ οπλισμό και ακολουθώντας τους Γερμανούς στρατιώτες άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό. Υποδομές και δρόμοι δεν υπήρχαν κι έτσι αποφάσισαν να πάνε από το βουνό. Είχαν μαζί τους και 2 γαϊδουράκια φορτωμένα. Τα παιδιά φοβισμένα ακολούθησαν τους Γερμανούς. Φανταστείτε τώρα αυτά τα μικρά παιδάκια -που ως έναν βαθμό ήταν και υποσιτισμένα, καθώς η περιοχή εκεί ήταν μία φτωχή αγροτική επαρχία- να κουβαλάνε όλο αυτό το βαρύ φορτίο και να ανεβαίνουν το βουνό. Ο παππούς μου ως μεγαλύτερος ήταν ψύχραιμος, αλλά τα δύο τα μικρότερα έκλαιγαν αλλά δεν τολμούσαν να σταματήσουν επειδή φοβόντουσαν μήπως τα σκοτώσουν οι Γερμανοί.

Ξεκίνησαν πρωί και από διάφορα μονοπάτια που τους έδειξαν τα παιδιά –γιατί τα παιδιά το ήξεραν καλά το βουνό, ανέβαιναν συχνά με τους γονείς τους για ξύλα- έφτασαν πια το βράδυ στην κορυφή. Εκεί αποφάσισαν οι Γερμανοί να σταματήσουν και να διανυκτερεύσουν σε κάποιο ξέφωτο. Ήταν καλοκαίρι και δεν έκανε και τόσο πολύ κρύο. Ήταν καλή η συνθήκη για ύπνο σε εξωτερικό χώρο. Έδωσαν στα παιδιά να καταλάβουν ότι είχε έρθει η ώρα για ξεκούραση και ότι την επόμενη μέρα θα συνέχιζαν. Τα παιδιά ήταν τρομοκρατημένα επειδή δεν καταλάβαιναν τι θα γινόταν. Ήξεραν μόνο ότι οι Γερμανοί ήταν εχθροί. Δεν ήξεραν καν αν θα επέστρεφαν ποτέ ξανά πίσω να δουν τους γονείς τους.

Ο παππούς μου, παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, αντιλήφθηκε ότι άπαξ και ξημέρωνε εκείνη η νύχτα και συνέχιζαν την πορεία τους δεν θα υπήρχαν πια πολλές πιθανότητες να επιστρέψουν στο χωριό ζωντανοί. Θα έφευγαν πολύ μακριά, σε μέρη που δεν γνώριζαν και θα ήταν αδύνατο να ξεφύγουν. Ήταν πολύ κουρασμένος, πολύ φοβισμένος, αλλά ήξερε ότι ήταν ακόμη κοντά στο χωριό και αυτό του έδινε ελπίδα.

Οι Γερμανοί δεν κοιμήθηκαν όλοι μαζί το βράδυ. Άφηναν πάντα έναν να φυλάει σκοπιά. Για να προσέχουν τον οπλισμό και τα παιδιά, μην ξεφύγουν. Τα παιδιά δεν τα είχαν δέσει. Αλλά ο παππούς μου είχε δέσει το σχοινί του ενός γαϊδάρου στη μέση του για να μη φύγει το βράδυ το γαϊδούρι. Κάποια στιγμή, την ώρα που κοιμόντουσαν όλοι, κοιμήθηκε και ο σκοπός. Ο παππούς μου ξύπνησε αθόρυβα τα μικρά παιδιά και τους είπε να κάνουν ησυχία- γιατί αυτά πάνω στον πανικό τους άρχισαν να κλαίνε- και τους είπε ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να το σκάσουνε. Με όποιο κόστος μπορεί να έχει αυτό.

Στην αρχή τα παιδιά δεν ήθελαν. Φοβόντουσαν. Γιατί έλεγαν ότι αν τα καταλάβαιναν οι Γερμανοί θα τα σκότωναν, ενώ αν έμεναν υπήρχε μία μικρή ελπίδα να γύριζαν κάποια στιγμή πίσω. Ο παππούς μου τους είπε  “αν τους ακολουθήσουμε δεν θα επιστρέψουμε ζωντανοί στις οικογένειές μας”. Τουλάχιστον αν έφευγαν είχαν μία ελπίδα. Τελικά τα παιδιά δέχτηκαν να τον ακολουθήσουν.

Κι όπως εμείς λέμε τις εκφράσεις «με κομμένη την ανάσα» και «στα νύχια των ποδιών», έτσι ακριβώς έφυγαν τα παιδιά στην κυριολεξία. Τόσος πολύς ήταν ο φόβος τους που ούτε να αναπνεύσουν δεν ήθελαν μέχρι να φύγουν μερικά μέτρα μακριά από τους Γερμανούς. Πήραν και τον γάιδαρο μαζί τους. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο τον έκαναν να σωπάσει και να μην κάνει φασαρία αλλά τον πήραν και αυτόν. Αφού περπάτησαν λίγη ώρα, μέχρι να νιώσουν ότι πήγαν αρκετά μακριά και ήταν ασφαλείς, άρχισαν να τρέχουν σκεπτόμενα ότι μπορεί να τα είχαν καταλάβει και να τα κυνηγούσαν. Μέσα στη νύχτα ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν τα μονοπάτια, αλλά ήξεραν ότι, αν έτρεχαν στην κατηφόρα, κάποια στιγμή θα έφταναν στο χωριό. Τελικά, μετά από πολλές ώρες που έτρεχαν και περπατούσαν, τα χαράματα έφτασαν στο χωριό, ταλαιπωρημένα, γεμάτα πληγές και με σκισμένα ρούχα από τα δέντρα και τους θάμνους. Χαράς ευαγγέλια για τους γονείς που είδαν πάλι τα παιδιά τους. Δεν πίστευαν στα μάτια τους.

Οι Γερμανοί δεν ξέρουμε μετά από πόσες ώρες αντιλήφθηκαν την απουσία τους, αλλά δεν τους αναζήτησαν. Ούτε έστειλαν άλλους να τους αναζητήσουν. Προφανώς αυτοί είχαν ένα φύλλο πορείας που προέβλεπε συγκεκριμένα πράγματα και δεν είχαν χρόνο να ασχοληθούν με τρία παιδιά. Έτσι κι αλλιώς τα παιδιά τα ήθελαν για βοήθεια κι όχι επειδή είχαν κάνει κάτι. Μάλλον αυτό έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο και δεν τα αναζήτησαν. Όμως τα παιδιά και οι γονείς τους φοβόντουσαν. Δεν ξέρω πόσο διάστημα κρυβόντουσαν μετά από τον φόβο μην τους βρουν. Ο φόβος τους κράτησε καιρό, μάλλον όσο καιρό ήταν εκεί οι Γερμανοί.

Την ιστορία αυτή μου την είπε ο παππούς μου, επειδή τον είχα παρακαλέσει ως παιδί να μου πει ιστορίες από τον πόλεμο. Απέφευγε πάντα να μιλάει για εκείνα τα χρόνια επειδή ήταν πολύ δύσκολα. Ήθελε μόνο να τα ξεχάσει».

 

Εικόνες